Διαβάζοντας κανείς το σκεπτικό της πλειοψηφίας στην απόφαση 1918/2025, με την οποία η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι δεν απαγορεύονται από το Σύνταγμα η ίδρυση και η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, θα μπορούσε, μιμούμενος τη λεζάντα στον πίνακα «La Trahison des images» (1929) του R. Magritte, να πει: «Αυτό δεν είναι μια αιτιολογία δικαστικής απόφασης». Όχι τόσο διότι το εν λόγω σκεπτικό μοιάζει με συρραφή αποσπασμάτων προεισήγησης, αλλά κυρίως διότι αδυνατεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, επιβεβαιώνοντας αυτό που φάνηκε ήδη από τη στιγμή της δημοσίευσης του διατακτικού της παραπάνω απόφασης, δηλαδή ότι καμία αξιόπιστη αιτιολογία δεν μπορεί να στηρίξει την ερμηνεία που η πλειοψηφία υιοθέτησε χωρίς προηγούμενη προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).

Καταρχάς, η πλειοψηφία προβάλλει ως δήθεν αυτονόητη την παραδοχή περί απροϋπόθετης υπεροχής του ενωσιακού δικαίου έναντι του εθνικού Συντάγματος ακόμη και σε τομείς που ανήκουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, αν και μια τέτοια παραδοχή απορρίπτεται από τα ανώτατα ή συνταγματικά δικαστήρια των περισσότερων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η πλειοψηφία επιχειρεί να στηρίξει τις επιμέρους σχετικές αναπτύξεις της σε μια επιλεκτική επίκληση ελαχίστως αντιπροσωπευτικών δεδομένων της νομολογίας του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, δημιουργώντας στον μη ιδιαιτέρως εξοικειωμένο αναγνώστη την εντύπωση ότι, στη γερμανική συνταγματική νομολογία, είναι τάχα γενικώς αποδεκτή η απροϋπόθετη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών συνταγματικών διατάξεων ακόμη και σε τομείς που ανήκουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η παραδοχή μιας τέτοιας απροϋπόθετης υπεροχής αντιβαίνει στους πολλαπλούς αντι-περιορισμούς (controlimiti) των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 28 του ελληνικού Συντάγματος, τους οποίους ουδόλως αναίρεσε η αναθεώρηση του 2001 με την ερμηνευτική δήλωση που πρόσθεσε στο παραπάνω άρθρο. Δεν είναι δε διόλου προφανές ότι, μεταξύ των εν λόγω αντι-περιορισμών, αυτοί που αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και την εξυπηρέτηση σπουδαίου εθνικού συμφέροντος επιτρέπουν να κατισχύσει το ενωσιακό δίκαιο, το οποίο εγγυάται την ακαδημαϊκή ελευθερία a priori έναντι μόνον της κρατικής εξουσίας, επί των ρυθμίσεων του άρθρου 16 του Συντάγματος, οι οποίες εγγυώνται την ίδια ελευθερία a priori έναντι τόσο της κρατικής όσο και της ιδιωτικής εξουσίας και οι οποίες, υπό το πρίσμα ιδίως της πρόσφατης αδυναμίας των πλέον φημισμένων μη κρατικών πανεπιστημίων των ΗΠΑ να διατηρήσουν την αυτονομία τους έναντι και των ιδιωτών χορηγών τους, μόνον παρωχημένες δεν μπορούν να θεωρηθούν.

Εξάλλου, σε αντίθεση με άλλα εθνικά, ανώτατα ή συνταγματικά δικαστήρια, η πλειοψηφία δεν προσεγγίζει τις ιδιαίτερες πτυχές του θεμελιώδους ζητήματος της διαρρύθμισης των σχέσεων ενωσιακού δικαίου και εθνικού Συντάγματος καταστρώνοντας μια συνεκτική συνταγματική θεωρία ή, έστω, μια συγκροτημένη νομολογιακή στρατηγική. Επικαλείται κυρίως τη νομολογία του ΔΕΕ, χωρίς επιφυλάξεις αλλά και χωρίς ακρίβεια. Πιο συγκεκριμένα, καθώς δεν είχε την τόλμη να αφήσει ανεφάρμοστες, όπως θα απαιτούσε το ΔΕΕ, τις διατάξεις των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος που -κατά τη γνώμη της- αντιβαίνουν στο ενωσιακό δίκαιο, προτίμησε, κατά παράβαση της νομολογίας του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου (βλ., μεταξύ πολλών αποφάσεων, ΔΕΕ, 1.8.2022, C-14/21 και C-15/21, Sea Watch, σκέψεις 83 και 84), να χρησιμοποιήσει την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, που επιβάλλει τη σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του εθνικού δικαίου, ως βάση για μια contra constitutionem ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων. Συναφώς, η πλειοψηφία, επικαλούμενη μία απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ισπανίας και μία απόφαση εκείνου της Γερμανίας, δηλώνει με περίσσια σιγουριά ότι η επανειλημμένη αποτυχία αναθεώρησης των εν λόγω διατάξεων με βάση το άρθρο 110 του Συντάγματος δεν αναιρεί τη δυνατότητα αλλά και την υποχρέωσή της να τις ερμηνεύσει σε αντίθεση με το ίδιο το γράμμα τους αλλά σε αρμονία με το ενωσιακό δίκαιο, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας Υ. Βot έχει τονίσει ότι η contra legem ερμηνεία, δηλαδή η ερμηνεία η οποία αντιβαίνει στο ίδιο το σαφές και μονοσήμαντο γράμμα της οικείας εθνικής διάταξης, συνιστά ένα όριο στην υποχρέωση σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας της, «διότι δεν είναι δυνατό να απαιτείται από τον εθνικό δικαστή να επεκτείνει την ερμηνευτική του αρμοδιότητα τόσο ώστε να υποκαθιστά την κανονιστική εξουσία» (βλ. τις από 25.11.2015 προτάσεις του στην υπόθεση C-441/14, DI, σημείο 68).

Την ίδια στιγμή, η πλειοψηφία επικαλείται αλλά εφαρμόζει πλημμελώς τη νομολογία του ΔΕΕ ως προς την υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος. Πρώτον, προκειμένου να καταλήξει πως δεν χρειάζεται να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, διότι η ερμηνευτική λύση που υιοθέτησε για το δίκαιο της Ένωσης είναι τάχα τόσο προφανής ώστε να μην υφίσταται περιθώριο εύλογης αμφιβολίας, η πλειοψηφία όφειλε «να σχηματίσει την πεποίθηση ότι εξίσου προφανής θα εμφανιζόταν η λύση αυτή σε όλα τα λοιπά δικαστήρια τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας των κρατών μελών και στο Δικαστήριο [ενν. το ΔΕΕ]» (βλ. ΔΕΕ, 6.10.2021, C-561/19, Consorzio Italian Management e Catania Multiservizi, σκέψη 40) και όχι απλώς να επικαλεστεί αποφάσεις του ΔΕΕ σε επιμέρους ζητήματα και μία ενδεικτική απόφαση άλλου εθνικού δικαστηρίου. Δεύτερον, δεν προκύπτει ότι, εν προκειμένω, υφίσταται νομολογία του ΔΕΕ που απαλλάσσει από την υποχρέωση αποστολής προδικαστικού ερωτήματος, διότι παρέχει τάχα ερμηνευτικές λύσεις κατ’ ουσίαν ταυτόσημες -ακόμα και αν δεν ταυτίζοται απολύτως- με το ζήτημα της συμβατότητας των επίμαχων διατάξεων του άρθρου 16 του ελληνικού Συντάγματος με το ενωσιακό δίκαιο, εφόσον το ΔΕΕ ουδέποτε κλήθηκε να εξετάσει εθνικό καθεστώς πλήρους αποκλεισμού από την αγορά των υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης που να εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά των παραπάνω συνταγματικών διατάξεων, εκτός από τις υποθέσεις Επιτροπή κ. Ελλάδος (C-147/86) και Παναγιωτοπούλου κ. Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Τ-16/90), στις οποίες δεν κρίθηκε ότι οι επίμαχες διατάξεις των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 16 του ελληνικού Συντάγματος είναι ασύμβατες με το κοινοτικό δίκαιο. Τρίτον, πέραν του γεγονότος ότι η πλειοψηφία χρειάστηκε πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες λέξεις για να τεκμηριώσει τη συνδρομή περίπτωσης «acte clair», δεν είναι διόλου πειστική η προσπάθειά της να δείξει ότι, στην ίδια τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν υπάρχουν αποκλίνουσες αποφάσεις γύρω από την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου που θα της επέβαλλαν να είναι πιο προσεκτική ως προς την υποχρέωση αποστολής προδικαστικού ερωτήματος (πρβλ. ΔΕΕ, 6.10.2021, C-561/19, Consorzio Italian Management e Catania Multiservizi, σκέψη 49). Τέταρτον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η εγγύηση υψηλού επιπέδου σπουδών και η διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας μπορούν καταρχήν να δικαιολογήσουν, σε αρμονία προς τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου, τον παραμερισμό της συνταγματικής απαγόρευσης στην Ελλάδα του ανοίγματος των πανεπιστημίων στην αγορά, για ποιον λόγο η πλειοψηφία -έστω αυτεπαγγέλτως- δεν εξέτασε αναλυτικώς αλλά σιωπηρώς δέχτηκε, χωρίς προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, τη συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο όλων των συγκεκριμένων επιμέρους μέτρων που προβλέπει ο Ν. 5094/2024 ως προς την εγγύηση υψηλού επιπέδου σπουδών και τη διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας; Υπάρχει, άραγε, νομολογία του ΔΕΕ που καθιστά απολύτως προφανές ότι επιμέρους εθνικά μέτρα, όπως αυτά του Ν. 5094/2024, δεν εισάγουν αθέμιτους ή δυσανάλογους περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία ούτε νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό;

Περαιτέρω, η πλέον αντιφατική πτυχή του σκεπτικού της πλειοψηφίας είναι ο τρόπος με τον οποίο παρακάμπτεται η επιφύλαξη της Ελλάδας στη Συμφωνία GATS, η οποία, σε συνδυασμό με τις απαγορεύσεις του άρθρου 16 του ελληνικού Συντάγματος, δεν επιτρέπει να γεννηθεί δικαίωμα ίδρυσης στην Ελλάδα παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων τρίτων συμβαλλόμενων χωρών που δεν ανήκουν στην Ένωση. Από τη μία, η πλειοψηφία δέχεται ορθώς ότι η Ελλάδα έχει εισαγάγει, όπως έχει τη δυνατότητα κατά τη Συμφωνία GATS που αποτελεί ενωσιακό δίκαιο, παρέκκλιση αποκλειστικώς και μόνον από την υποχρέωση πρόσβασης στην αγορά που προβλέπει το άρθρο XVI της Συμφωνίας GATS και ότι η παρέκκλιση αυτή προσβλέπει στην προστασία της πλήρους απαγόρευσης του ανοίγματος στην αγορά που επιβάλλει αδιακρίτως το άρθρο 16. Από την άλλη, εφαρμόζοντας την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Επιτροπή κ. Ουγγαρίας (C-66/18), η πλειοψηφία δέχεται ότι η Ελλάδα, για την οποία δεν ισχύει παρέκκλιση από την αρχή της εθνικής μεταχείρισης που προβλέπει το άρθρο XVII της Συμφωνίας GATS, οφείλει να αναγνωρίζει σε παρόχους υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που προέρχονται από τρίτες χώρες, τα δικαιώματα τα οποία πηγάζουν από το ενωσιακό δίκαιο και τα οποία -κατά την πλειοψηφία- δεν επιτρέπουν την απόλυτη απαγόρευση του ανοίγματος στην αγορά που επιβάλλει αδιακρίτως το άρθρο 16. Με το σκεπτικό αυτό, η πλειοψηφία αναιρεί, κατ’ επίκληση του ίδιου του ενωσιακού δικαίου, το ωφέλιμο αποτέλεσμα της προαναφερθείσας δυνατότητας που παρέχει η Συμφωνία GATS σε ένα κράτος μέλος, όπως η Ελλάδα, να απαγορεύει πλήρως, μέσω σχετικής παρέκκλισης, την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών σε οικονομικούς φορείς που προέρχονται από τρίτες συμβαλλόμενες χώρες που δεν ανήκουν στην Ένωση. Ωστόσο, μια τέτοια παράδοξη αναίρεση είναι ασύμβατη με τη Συμφωνία GATS και, πάντως, η συμβατότητά της με τη Συμφωνία αυτή δεν είναι τόσο προφανής ώστε να μην απαιτείται η υποβολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, δεδομένου, μάλιστα, ότι δεν υπάρχει συναφής νομολογία του τελευταίου, η δε απόφαση στην υπόθεση Επιτροπή κ. Ουγγαρίας (C-66/18), την οποία επικαλείται η πλειοψηφία, δεν αφορά χώρα που προβλέπει τον πλήρη αποκλεισμό από την αγορά των υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης.

Το πιο ανησυχητικό, όμως, σημείο της απόφασης 1918/2025 είναι η σκέψη 37 του σκεπτικού της, στην οποία, αν και στη Χώρα μας ισχύει ένα σύστημα που συνδυάζει τον διάχυτο δικαστικό έλεγχο των νόμων και τη διάκριση των δικαιοδοσιών, χωρίς να προβλέπει την ύπαρξη συνταγματικού δικαστηρίου, η πλειοψηφία διεκδικεί για το Συμβούλιο της Επικρατείας την αρμοδιότητα να ερμηνεύει, κάθε δεδομένη χρονική στιγμή, και τις συνταγματικές ρυθμίσεις, κατά τρόπο αορίστως «δυναμικό» («όπως η εκάστοτε ρύθμιση εντάσσεται τη δεδομένη χρονική στιγμή στο σύνολο της εννόμου τάξεως, εθνικής, ενωσιακής και διεθνούς, ώστε να καταστεί διά της ερμηνείας, κατά το δυνατόν, ένα συνεκτικό σύνολο»), με τη δυνατότητα, μάλιστα, να παρακάμπτει πλήρως και το σαφές γράμμα του Συντάγματος, κατ’ επίκληση του ενωσιακού δικαίου, ακόμη και χωρίς προηγούμενη προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ. Σε αυτό το κρεσέντο αυτοαναφορικού νομικού ρεαλισμού, δεν αποκλείεται ορισμένοι να διακρίνουν ένα γοητευτικό βήμα συνταγματικού εκσυγχρονισμού μέσω ενός εξορθολογισμού ή ενός αποφασιστικού εξευρωπαϊσμού του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, πρόκειται για μια αυθαίρετη υπέρβαση του θεσμικού ρόλου του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, η οποία επιτείνει τον ερμηνευτικό σχετικισμό, τη ρευστοποίηση της κανονιστικότητας των θεμελιωδών διατάξεων και τη συνακόλουθη συνταγματική απορρύθμιση των τελευταίων ετών, μέσω ενός ψευδεπίγραφου εξευρωπαϊσμού του εθνικού δικαίου που προάγεται ερήμην τόσο του συντακτικού και του αναθεωρητικού νομοθέτη όσο και του ΔΕΕ. Τα μέλη της πλειοψηφίας επέλεξαν να απαρνηθούν τη νεωτερική πίστη τους στο Σύνταγμα για να ομολογήσουν την προνεωτερική πίστη τους στον εκάστοτε κυρίαρχο ερμηνευτή του δικαίου, ευελπιστώντας, μάλιστα, ότι τέτοιος είναι και μπορεί να είναι πάντοτε η πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η επιλογή τους αυτή δικαιολογεί απολύτως την «κραυγή απόγνωσης» της μειοψηφίας που, με ευθυκρισία και σθένος, καταλογίζει στην πλειοψηφία ότι η εκ μέρους της ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 16 «δεν είναι μόνο λανθασμένη, αλλά και δυνητικά επικίνδυνη, διότι, μεταξύ άλλων, αντιτίθεται στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας, δομικών στοιχείων του Κράτους δικαίου».

Σε συνέχεια δύο προηγούμενων άρθρων του (βλ. εδώ και εδώ), ο Κωνσταντίνος Αλ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλος της Επικρατείας ε.τ., σχολιάζει την απόφαση 1918/2025 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κάνοντας λόγο, μεταξύ άλλων, για τις αντινομίες που γεννά αναπόφευκτα ο διαμοιρασμός της κυριαρχίας, τη στρέβλωση των νοημάτων των καταστατικών κειμένων και τον ρόλο των δικαστών.

Η καταστροφή του περιβάλλοντος βρίσκεται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες. Βαδίζοντας προς τη δεύτερη εικοσιπενταετία του 21ου αιώνα, το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής έχει πλέον καταστεί τόσο ορατό, με τις πλημμύρες, τις δασικές πυρκαγιές και τις καταιγίδες, ώστε να διατυπώνονται πλέον εύλογες αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι ακόμα βιώσιμες οι μορφές διαβίωσης που ευνόησε ο βιομηχανικός καπιταλισμός. Πριν από μια πενταετία, η πανδημία της Covid-19 είχε αναδείξει, με βαρύ τίμημα για την ανθρωπότητα, τον τρόπο με τον οποίο ο αποικισμός της φύσης, που κλιμακώθηκε στην «εποχή της παγκοσμιοποίησης», αύξησε τις πιθανότητες μεταπήδησης ιών από άλλα είδη στους ανθρώπους. Παρότι, όμως, η καταστροφή του περιβάλλοντος απειλεί το μέλλον του ανθρώπινου είδους εν γένει, οι συνέπειές της, προς το παρόν τουλάχιστον, έχουν κοινό πρόσημο. Όπως το είχε θέσει παλιότερα ο J.-P. Sartre μιλώντας για την πανούκλα, «ο Μαύρος Θάνατος δρα μόνο ως υπερβολή των ταξικών σχέσεων∙ επιλέγει. Πλήττει τους καταφρονημένους, χαρίζεται στους πλούσιους». Σύμφωνα με έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) το 2022, 3,3 έως 3,6 δισεκατομμύρια ζουν σε συνθήκες που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή και τούτο αφορά περισσότερο «περιοχές με φτώχεια, προκλήσεις διακυβέρνησης και περιορισμένη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες και πόρους». Η ανεξέλεγκτη κλιματική αλλαγή συνεπάγεται, μάλιστα, τη δυνατότητα απρόβλεπτων καταστροφών, καθώς η επιτάχυνσή της προκαλεί μη γραμμικές διεργασίες που, με τη σειρά τους, μπορούν να προκαλέσουν πολυεπίπεδες και μη αναστρέψιμες μεταβολές. Από αυτήν την άποψη, φαντάζει επίκαιρη η πρόσκληση που απηύθυνε στα σκοτεινά χρόνια του 1939-1940 ο W. Benjamin προς την ανθρωπότητα «να ενεργοποιήσει το φρένο έκτακτης ανάγκης».

Αυτή η προσπάθεια να διαρρήξουμε το συνεχές της ιστορίας, ώστε να αποφύγουμε την καταστροφή που μας πλησιάζει, απουσιάζει από τις διακρατικές πρωτοβουλίες για την προστασία του περιβάλλοντος. Η ανταγωνιστική συσσώρευση κεφαλαίου και οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί υποθηκεύουν οποιαδήποτε πιθανότητα πραγματικής κοινής προσπάθειας αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, όπως αποδεικνύεται από την αποτυχία επίτευξης των μετριοπαθών στόχων που ετίθεντο κατά καιρούς. Η κατάσταση γίνεται ακόμα χειρότερη καθώς τον τόνο στις διεθνείς εξελίξεις δίνουν  πλέον οι ΗΠΑ του D. Trump, ο οποίος λύνει τον Γόρδιο δεσμό απλώς μη αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, ενώ, ταυτόχρονα, προσφέρει στις άλλες μεγάλες δυνάμεις το άλλοθι για τη μη τήρηση των δεσμεύσεών τους.

Σε νομικό επίπεδο, η κυριαρχία της αγοράς έχει χρωματίσει και φαλκιδεύσει το πλαίσιο του «οικολογικού συνταγματισμού», με αποτέλεσμα αυτός να μην αμφισβητήσει ποτέ τον ατομικιστικό προσανατολισμό των συστημικών λύσεων. Το ατομικό δικαίωμα στο περιβάλλον, όμως, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο απέναντι σε οικονομικούς κολοσσούς και κράτη προσανατολισμένα στην οικονομική ανάπτυξη (και στην εκμετάλλευση) χωρίς όρια και φραγμούς. Αντίθετα, όπως έχουμε επισημάνει στη Νομαρχία, η περιβαλλοντική προστασία μπορεί να είναι λυσιτελής μόνον αν γίνει αντιληπτή προεχόντως ως κοινωνικό δικαίωμα και ως θεμελιώδες καθήκον που δεσμεύει και καταναγκάζει, ιδίως τους ισχυρούς (βλ. τα Editorial της 12.6.2024 και της 28.3.2025).

Η μελέτη της Χαραλαμπίας-Παναγιώτας Μικροπούλου παρουσιάζει το θεσμικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με την προστασία του περιβάλλοντος, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στην αρχή της προφύλαξης μέσω της οποίας αντιμετωπίζεται η εισαγωγή τεχνολογιών στη γεωργία, συμπεριλαμβανομένων των γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών. Περιγράφει δε βασικές αποφάσεις της περιβαλλοντικής νομολογίας, ιδίως του ΔΕΕ και του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εξειδικεύει το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο. Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι η νομολογία αυτή έχει ενισχύσει την εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης, επιτρέποντας κρατικές απαγορεύσεις στη χρήση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών και επιβάλλοντας αυστηρότερη αξιολόγηση των περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων, θέτοντας ως κριτήριο επιτυχίας των μελλοντικών πολιτικών την προσαρμογή τους στις επιστημονικές εξελίξεις και την ενίσχυση της διαφάνειας και της συμμετοχής.

Μετάβαση στο περιεχόμενο