Έχουμε ήδη επισημάνει ότι η γενικευμένη προβολή, τα τελευταία χρόνια, της ανάγκης λήψης δραστικών μέτρων για την αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών της ανθρωπογενούς κλιματικής κρίσης θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εφαλτήριο ανάταξης του οικολογικού συνταγματισμού, ο οποίος έχει απορρυθμιστεί εξαιτίας της προσκόλλησής του στις λογικές του ατομικισμού και του επιχειρηματικού κέρδους. Ο συναγερμός που έχουν σημάνει οι επιστημονικές έρευνες για το μέγεθος του κινδύνου και τον περιορισμένο χρόνο που έχει η ανθρωπότητα για την αντιμετώπιση της κρίσης αυτής θα έπρεπε κανονικά να έχει ήδη δρομολογήσει, σε παγκόσμιο επίπεδο, τη διαμόρφωση ενός πνεύματος ειλικρινούς αλληλεγγύης, τη συντονισμένη θεσμική διασφάλιση της αναλογικής κατανομής των σχετικών ευθυνών και βαρών και, αναπόδραστα, μια ριζική αμφισβήτηση του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, οι στρατηγικές και οι μηχανισμοί αντιμετώπισης της κρίσης καθορίζονται από εκείνους που ευθύνονται πρωτίστως για αυτήν. Η αναζήτηση λύσεων έχει ανατεθεί, κατά βάση, στις δυνάμεις της «αγοράς». Στους όποιους σχεδιασμούς πρωταγωνιστούν οι πλούσιες χώρες και οι πιο ισχυρές πολυεθνικές εταιρίες, δηλαδή οι ιστορικά μεγαλύτεροι ρυπαντές του περιβάλλοντος, οι οποίοι ευαγγελίζονται εκ νέου την ανάπτυξη μέσω της εξαγοράς της προόδου φτωχότερων κρατών και πληθυσμών. Έτσι, από αληθινό πρόβλημα, η ανθρωπογενής κλιματική κρίση εξελίσσεται, προς το παρόν, σε ιδεολόγημα προώθησης θεσμικών μεταρρυθμίσεων, όπως είναι οι «αγορές ρύπων» και ορισμένες κερδοσκοπικές δομές ενίσχυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μέσω των οποίων το αφήγημα για τη βιώσιμη ανάπτυξη καταλήγει, στην πράξη, να εμπεδώνει μια πράσινη νεο-αποικιοκρατία (βλ. εδώ, το Editorial της 12ης Ιουνίου 2024).

Η ανάταξη του απορρυθμισμένου οικολογικού συνταγματισμού προϋποθέτει την αποκατάσταση της σχέσης της περιβαλλοντικής προστασίας με τα θεμελιώδη καθήκοντα και τα κοινωνικά δικαιώματα.

Η σύγχρονη τάση συρρίκνωσης της προστασίας του περιβάλλοντος στα θεσμικά χαρακτηριστικά ενός ατομικού δικαιώματος της προσέδωσε ένα φαινομενικά προνομιακό καθεστώς, πλην όμως, στην πραγματικότητα, αλλοίωσε το πραγματικό της περιεχόμενο και υπονόμευσε την αποτελεσματικότητά της. Η περιβαλλοντική προστασία έφτασε διεθνώς σε τέτοιο βαθμό υποκειμενικοποίησης ώστε να ασπαστεί παράδοξες αντιλήψεις που την εξέλαβαν ως δικαίωμα των μελλοντικών γενεών, αν όχι και της ίδιας της φύσης. Οι αντιλήψεις αυτές ουδόλως προήγαγαν στην πράξη την απαιτούμενη προστασία του περιβάλλοντος. Λειτούργησαν απλώς ως παράγοντες αποσύνδεσής της από τις πραγματικές κοινωνικές παραμέτρους της -από τον ιδιότητά της ως πηγής καθηκόντων και από την ανάγκη που δημιουργεί για την άμεση προώθηση μιας κρίσιμης ανακατανομής του κοινωνικού πλούτου προς όφελος των λιγότερο προνομιούχων πολιτών- για να τη φέρουν στα μέτρα των κερδοσκοπικών αγορών. Εντούτοις, μπροστά στην επιδεινούμενη κλιματική κρίση, «πιο σοφό θα ήταν», όπως τονίζει ο Μ. Luciani, «να επιστρέψουμε στην προσέγγιση του άρθρου 28 της Διακήρυξης των δικαιωμάτων του 1793» («Μια γενιά δεν μπορεί να υποβάλλει τις μελλοντικές γενιές στους νόμους της») και «να συλλογιστούμε ως προς τα καθήκοντα της σημερινής γενιάς, τα οποία δεν έχουν ως δικαιούχους τις ασύλληπτες μελλοντικές γενιές, αλλά βασίζονται σταθερά στην ανάγκη προστασίας των συμφερόντων της ανθρωπότητας, δηλαδή στα συμφέροντα του δρώντος υποκειμένου στη δική του επιβίωση ως (μέρους ενός) είδους (που υπερβαίνει, φυσικά, τον χώρο και τον χρόνο). Αντί να χάσει τον εαυτό του στη μάταιη αναζήτηση των δικαιωμάτων των μελλοντικών γενεών, ο συνταγματισμός θα έπρεπε να αφοσιωθεί στην αξιοποίηση αυτών των καθηκόντων της σημερινής γενιάς με κατάλληλα νομικά μέσα.».

Τέτοια κατάλληλα νομικά εργαλεία για την προστασία του περιβάλλοντος είναι, μεταξύ άλλων, τα κοινωνικά δικαιώματα, η πλήρης και αποτελεσματική προστασία των οποίων αποτελεί προϋπόθεση της προάσπισης κάθε άλλου δικαιώματος ή ελευθερίας και συνδέεται με την αναγκαία ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου και την αναβάθμιση των σχετικών θεμελιωδών καθηκόντων κυρίως των πιο προνομιούχων πολιτών. «Η ελευθερία», έγραφε ο C. Rosselli, «όταν δεν συνοδεύεται και δεν υποστηρίζεται από μια ελάχιστη οικονομική αυτονομία, με χειραφέτηση από τη μέγγενη των ζωτικών αναγκών, δεν υπάρχει για το άτομο, είναι ένα απλό φάντασμα». Για να αντιμετωπίσουμε, λοιπόν, τις σύγχρονες προκλήσεις της ανθρωπογενούς κλιματικής κρίσης, η περιβαλλοντική προστασία πρέπει να γίνει ξανά αντιληπτή προεχόντως ως κοινωνικό δικαίωμα και να συνδεθεί στενά με τα λοιπά κοινωνικά δικαιώματα. Η δε δικαστική προστασία αυτής της κατηγορίας δικαιωμάτων, τα οποία, στις μέρες μας, λοιδορούνται ως ατελή και παρωχημένα, πρέπει να ενισχυθεί αισθητά, κάτι που, όπως έχουμε διαπιστώσει, δεν είναι διόλου ανέφικτο. Την ίδια στιγμή, όμως, φαίνεται ότι και τα ίδια τα κοινωνικά δικαιώματα πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις που γεννά μια ειλικρινής προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης.

Ο Άγγελος Στεργίου υπογραμμίζει ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί μια συστημική αλλαγή χωρίς ιστορικό προηγούμενο ως προς την έκταση και την ταχύτητά της. Δεν μπορούμε να προστατεύσουμε το περιβάλλον, συνεχίζοντας να ζούμε με τον τρόπο που ξέρουμε. Πρέπει να αλλάξουμε τα πάντα και, ανάμεσα στα άλλα, να αλλάξουμε τον τρόπο θεώρησης των κοινωνικών δικαιωμάτων, να τα εμπλουτίσουμε με μια οικολογική διάσταση. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η ratio των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν είναι μόνο το μοίρασμα των καρπών της ανάπτυξης, αλλά κι η βιοτική ασφάλεια, στην οποία περιλαμβάνεται η προστασία της φύσης. Υπό το πρίσμα αυτό, η ικανότητα της κοινωνικής προστασίας να απαντήσει στην εκτίναξη των περιβαλλοντικών κινδύνων εξαρτάται από το εάν η προστασία αυτή μπορεί, αφενός, να απαλύνει τις δυσμενείς συνέπειες από τις ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (τα κοινωνικά δικαιώματα ως αντίδοτο) και, αφετέρου, να προσαρμοστεί στην πράσινη μετάβαση (τα κοινωνικά δικαιώματα ως καλός αγωγός της πράσινης μετάβασης). Ωστόσο, από ένα σημείο και πέρα, τα κοινωνικά δικαιώματα, όπως τα γνωρίζουμε, δεν αρκούν μπροστά στο μέγεθος των φυσικών καταστροφών. Για τον λόγο αυτόν, ο συγγραφέας προτείνει ένα νέο κοινωνικό δικαίωμα, το οποίο πρέπει να συζητηθεί ενόψει της επικείμενης αναθεώρησης του Συντάγματος: το δικαίωμα κρατικής συνδρομής λόγω κλιματικής αλλαγής. Πρόκειται για ένα δικαίωμα «κοινωνικής αποζημίωσης», το οποίο θα πρέπει να ιδωθεί ως μια οργανωμένη μορφή αλληλεγγύης που αναλαμβάνει τη συλλογική ευθύνη για την κάλυψη ιδιαίτερα επαχθών ζημιών, λόγω απρόβλεπτων φυσικών και κοινωνικογενών καταστροφών. Η πραγμάτωση του δικαιώματος θα χρηματοδοτείται από την περιβαλλοντική φορολογία, ενώ, για τη διαφανή και θεσμική υλοποίησή του, θα απαιτηθεί η ίδρυση ενός Ειδικού Ταμείου Κλιματικού Χρέους. Πέρα από την αποζημιωτική του παρέμβαση σε περίπτωση καταστροφών, αυτό το Ειδικό Ταμείο θα καλύπτει και τις κοινωνικές δαπάνες της πράσινης μετάβασης, λόγω της αναγκαστικής αλλαγής πολλών επαγγελμάτων. Οι κρίσεις, τονίζει ο Στεργίου, είναι μια στιγμή αλήθειας και αποκαλύπτουν, μέσα από μια όξυνση καταστάσεων, το «καλό» και το «κακό» για το μέλλον. Δεν πολεμάμε μόνο κατά της κλιματικής αλλαγής, αλλά και κατά ενός μοντέλου κοινωνίας.

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο