Στις μέρες μας, η τεχνητή νοημοσύνη διεισδύει ταχύτατα σε σχεδόν όλους τους τομείς της κοινωνικοοικονομικής πρακτικής. Για πολλούς, η τεχνητή νοημοσύνη προάγει έναν νέο Διαφωτισμό, φέρνει καινούργιες ιδέες μέσω της ανάλυσης τεράστιων και πολύπλοκων δεδομένων, διευρύνει τα όρια της ανθρώπινης ικανότητας και ανοίγει τον δρόμο για ασύλληπτες μέχρι τώρα ανακαλύψεις. Το να θέλει κανείς να επιβραδύνει την έρευνα της τεχνητής νοημοσύνης εξομοιώνεται με έναν νέο τύπο σκοταδισμού. Για άλλους, η προϊούσα αλγοριθμική μετάλλαξη της σύγχρονης οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής πραγματικότητας, στην οποία ασκούν ακόμη καθοριστικό έλεγχο ολιγαρχικά ιδιωτικά συμφέροντα, αποτελεί πηγή πολλαπλών κινδύνων, οι οποίοι σχετίζονται κυρίως με την απουσία διαφάνειας στη λήψη αποφάσεων, την αδυναμία καταλογισμού ευθύνης, την προαγωγή προκαταλήψεων και διακρίσεων, την κοινωνική χειραγώγηση και την παραβίαση της ιδιωτικότητας. Για ορισμένους, πάντως, η επιτελεστικότητα και οι κίνδυνοι της τεχνητής νοημοσύνης έχουν υπερεκτιμηθεί, καθώς δεν φαίνεται δυνατή -ίσως ούτε καν νοητή- η επίτευξη τεχνητής συνείδησης και, επομένως, ο άνθρωπος μοιάζει να διατηρεί αναμφισβήτητα την υπεροχή του έναντι κάθε άλλου όντος στη Γη, χωρίς, μάλιστα, να υπάρχει πιθανότητα να υποκαταστήσει τους θεούς που τον διαφεντεύουν. Κοντολογίς, ο θαυμαστός νέος κόσμος της τεχνητής νοημοσύνης εγείρει σημαντικά φιλοσοφικά ερωτήματα, η αντιμετώπιση των οποίων καθιστά εκ νέου επίκαιρη την επισήμανση που έκανε ο Καντ στην ανακοίνωση του προγράμματος των μαθημάτων του για το χειμερινό εξάμηνο 1765 – 1766: αυτό που απαιτείται και είναι εφικτό είναι να μάθουμε όχι φιλοσοφία, αλλά να φιλοσοφούμε.
O Νικόλαος Παρασκευόπουλος διερωτάται εάν, υπό το πρίσμα της ανάγκης διασφάλισης της δικαιοσύνης και της βιώσιμης κοινωνικής ευρυθμίας, είναι πράγματι νοητή και επιθυμητή μια κοινωνία με ρομπότ, όπου όλα θα συμφωνούν μεταξύ τους και θα επιβάλλουν τη δική τους τάξη. Με οδηγό την αριστοτελική σύλληψη της άρθρωσης επιστήμης και ηθικοπολιτικής, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η τεχνητή νοημοσύνη εμπλουτίζει και επιταχύνει την ανθρώπινη σκέψη, αλλά ο κόσμος, αν περιοριζόταν σε μια pax robotica, θα γινόταν στατικός, άσκοπος και ανούσιος. Ο ρευστός εξωτερικός κόσμος, δηλαδή το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, πρέπει να καθορίζει, να διορθώνει και να αναπροσανατολίζει τους αλγόριθμους προς την ευδαιμονία. Μόνον έτσι διασφαλίζονται η συμβατότητα και η βιώσιμη αλληλόδραση ύλης και σκέψης, είναι και δέοντος, επιστήμης και ηθικής.
Στη Νομαρχία έχουμε ήδη αναδείξει την έντονη και παρατεταμένη κρίση των ανεξάρτητων αρχών ιδίως στη Χώρα μας, την επισήμανση της οποίας δεν αποφεύγει πλέον ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ετήσια έκθεση για το κράτος δικαίου που εξέδωσε στις 24 Ιουλίου 2024. Αυτή η κρίση οφείλεται τόσο στον συγκεχυμένο χαρακτήρα της θεσμοθέτησης των εν λόγω αρχών, ο οποίος προκύπτει κυρίως από την ασάφεια των απαιτήσεων του ενωσιακού δικαίου και τη μεταβλητή γεωμετρία του ελληνικού δικαίου, όσο και στις ποικίλες προσβολές της ανεξαρτησίας τους, οι οποίες δεν γίνονται αντικείμενο αποτελεσματικού ελέγχου ούτε από τα εθνικά δικαστήρια ούτε από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συναφώς, γίνεται σταδιακώς αντιληπτό από ολοένα και περισσότερους αναλυτές ότι, ανεξάρτητα από τη διαβάθμισή της ανάλογα με την έκταση και την ένταση των θεσμικών ελλειμάτων που εμφανίζει κάθε κράτος μέλος, η κρίση των εθνικών ανεξάρτητων αρχών συνδέεται στενά με τις θεσμικές ασυμμετρίες και την ατελή συνταγματοποίηση της ίδιας της Ένωσης.
Ο Νικόλαος Σημαντήρας, εστιάζοντας στις ενωσιακές απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας των εθνικών διοικητικών αρχών σε διάφορους τομείς, πραγματεύεται τη συνταγματικώς προβληματική εξέλιξη της διοικητικής δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι, στην Ένωση, ενώ η εκτελεστική εξουσία δεν προβάλλει ως ένας ενιαίος, ιεραρχικώς δομημένος οργανισμός, αλλά απλώς ως μια λειτουργική κατασκευή, η οποία βασίζεται στη συνεργασία μεταξύ νομικά ισότιμων -εθνικών και ενωσιακών- φορέων εξουσίας, στην πράξη ο συνδυασμός της επιβεβλημένης από το ενωσιακό δίκαιο ανεξαρτησίας ορισμένων εθνικών διοικητικών αρχών, της υποχρέωσης κάθετης και οριζόντιας συνεργασίας σε πανευρωπαϊκή κλίμακα και της επιρροής που ασκείται από τα ενωσιακά στα εθνικά όργανα οδηγεί τελικώς σε μια de facto ιεραρχικοποίηση του μοντέλου διοίκησης. Η εξέλιξη αυτή διευρύνει το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης και αναδεικνύει την αδήριτη ανάγκη μιας αξιόπιστης συνταγματοποίησης της Ένωσης, καθώς, στο εσωτερικό της τελευταίας, οι πολιτικές διαμορφώνονται και εφαρμόζονται χωρίς πραγματική πολιτική αντιπαράθεση, το δε υφιστάμενο σύστημα δικαστικού ελέγχου της διοικητικής δράσης δεν είναι σε θέση να εξισορροπήσει αποτελεσματικά την ιδιάζουσα διάχυση της πολιτικής ευθύνης.