Η βαθιά θεσμική κρίση που μαστίζει τη Χώρα μας αναδεικνύεται από το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι προτεινόμενες λύσεις μάλλον απηχούν το πρόβλημα παρά το αντιμετωπίζουν. Η αμφιλεγόμενη συνταγματική και νομοθετική διαχείριση του τρόπου απόδοσης ποινικής ευθύνης στα μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς αποτελεί χαρακτηριστικό σύμπτωμα της πολυοργανικής ανεπάρκειας του κράτους δικαίου και της συναφούς αφερεγγυότητας του πολιτικού συστήματος.

Το άρθρο 86 του Συντάγματος του 1975, όπως διαμορφώθηκε με την αναθεώρηση του 2001, προέβλεψε ένα τριπλό προνόμιο για τα μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς: α) η αρμοδιότητα για την απόφαση άσκησης ποινικής δίωξης, εναντίον τους, για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν ανήκει στην Εισαγγελία, αλλά στη Βουλή, β) τα αδικήματα δεν εκδικάζονται από τα κοινά ποινικά δικαστήρια, αλλά από Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, και γ) ισχύει μια σύντομη παραγραφή, που μετονομάστηκε σε αποσβεστική προθεσμία άσκησης της δίωξης από την επόμενη Βουλή από εκείνη στην περίοδο της οποίας τελέστηκαν τα αδικήματα. Η συστηματική  εργαλειοποίηση του παραπάνω τριπλού προνομίου από την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, προκειμένου να αποφεύγεται ο έλεγχος φιλικών πολιτικών προσώπων, εδραίωσε σταδιακά, στη συνείδηση μιας σημαντικής μερίδας της κοινωνίας, την αντίληψη ότι οι εκπρόσωποι της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας λειτουργούν, στην πράξη, ως μια προνομιούχος ελίτ, η οποία προτάσσει τα συμφέροντά της σε βάρος της απονομής δικαιοσύνης.

Μήπως τα μέλη της Κυβέρνησης και οι Υφυπουργοί θα έπρεπε να αξιολογούνται ποινικά όπως κάθε άλλος πολίτης; Πίσω από τη γενικευμένη τάση καταφατικής απάντησης στο παραπάνω ερώτημα διαγράφεται ενίοτε μια αντιπολιτική διάθεση συνολικής απαξίωσης του πολιτικού προσωπικού. Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια απάντηση βρίσκεται αντιμέτωπη με μια δικαιολογημένη ένσταση που πηγάζει από τις παράλληλες παθογένειες της ανάπτυξης ενός ακραίου πολιτικού ανταγωνισμού με γνώμονα ιδιωτικά συμφέροντα και της έλλειψης εμπιστοσύνης στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης: τυχόν πλήρης κατάργηση των θεσμικών εγγυήσεων υπέρ των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών δεν θα τους άφηνε εκτεθειμένους σε αυθαίρετες ποινικές διώξεις και εκβιασμούς εκ μέρους των αντιπάλων τους;

Η προσπάθεια, μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος το 2019, να βρεθεί μια νέα ισορροπία μεταξύ, αφενός, της προστασίας του πολιτικού προσωπικού από κάθε είδους πιέσεις που επιδιώκουν να το οδηγήσουν σε ένα καθεστώς διαρκούς ομηρίας και, αφετέρου, της αποσύνδεσης της απόδοσης των ευθυνών του από τις πολιτικές σκοπιμότητες των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, βρέθηκε, με τη σειρά της, αντιμέτωπη με την προϊούσα απαξίωση της ίδιας της συνταγματικής αναθεώρησης. Το προνόμιο της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας, ενώ διαγράφηκε από το άρθρο 86, εξακολουθεί να προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003. Πρόκειται για μία από τις πολλές περιπτώσεις στις οποίες η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία, παραλείποντας να ψηφίσει τις κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, φαλκιδεύει το ωφέλιμο αποτέλεσμα της αναθεώρησης συνταγματικών διατάξεων που και η ίδια προώθησε.

Η διαχείριση σοβαρών θεσμικών προβλημάτων, μεταξύ των οποίων και αυτού της απόδοσης ποινικής ευθύνης στα μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς, μοιάζει να έχει εκπέσει σε παιχνίδι διενέργειας καιροσκοπικών και ανειλικρινών αυτοσχεδιασμών. Τι άλλο να σκεφτεί κανείς, όταν ακούει τον σημερινό Πρωθυπουργό, μέσα σε διάστημα λίγων ημερών, από τη μία, να αναφέρει στην πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προκειμένου να βρει μια δικαιολογία για την απόφασή του να μην προωθήσει την ανανέωση της θητείας της, την πρόθεση του κυβερνώντος κόμματος να προτείνει, στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, να εκλέγεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μία φορά, για εξαετή θητεία, και, από την άλλη, να παζαρεύει τη συναίνεση της κυβερνητικής πλειοψηφίας σε μια νέα αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος με τη συναίνεση της αντιπολίτευσης στην αναθεώρηση των άρθρων 16 και 103;

Ωστόσο, ο ξεσηκωμός του κόσμου τις προηγούμενες εβδομάδες, προκειμένου να μην υπάρξει συγκάλυψη των ευθυνών ως προς το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, άφησε ένα βαθύ αποτύπωμα που η κυβερνητική πλειοψηφία, παρά τους όποιους αυτοσχεδιασμούς, δεν μπορεί να ξεπεράσει εύκολα. Βέβαια, συνεχίζει να παίζει με τους θεσμούς, επιχειρώντας να παρακάμψει το προβλεπόμενο έργο της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής που συγκροτήθηκε για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης της πρότασης άσκησης δίωξης κατά του πρώην Υφυπουργού Χ. Τριαντόπουλου. Πλην όμως, ο Πρωθυπουργός αναγκάστηκε τελικά να δηλώσει προχθές ότι, σε επόμενο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, θα προωθηθεί η κατάργηση του άρθρου 3, παρ. 2, του Ν. 3126/2003.

Για ακόμη μία φορά, γίνεται φανερό ότι η σημαντικότερη εγγύηση τήρησης της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου είναι πάντοτε οι ίδιοι οι πολίτες. Ας το πούμε πιο απλά, με τα λόγια του Δ. Σαββόπουλου, όχι αυτά που συνηθίζει να λέει τα τελευταία χρόνια, αλλά εκείνα που είπε κλείνοντας το 1983 τη συναυλία του στο Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης: «Τα Συντάγματα άλλαξαν, αλλά ό,τι αγαπήσαμε και ό,τι ονειρευτήκαμε εξακολουθεί να επαφίεται στον πατριωτισμό μας».

Αναλύοντας την εξέλιξη του καθεστώτος απόδοσης ποινικής ευθύνης στα μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος του 1975, ο Ακρίτας Καϊδατζής υπενθυμίζει, καταρχάς, τις ιστορικές καταβολές της προνομιακής παραγραφής των υπουργικών αδικημάτων που μετονομάστηκε σε αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση σχετικής δίωξης. Η χούντα θέσπισε, με το Ν.Δ. 802/1971, αυτή την προνομιακή παραγραφή. Μετά από είκοσι χρόνια λειτουργίας δημοκρατικού πολιτεύματος, με το Ν. 2207/1994, η ρύθμιση επιβεβαιώθηκε, αναβαπτιζόμενη σε αποσβεστική προθεσμία. Τρία χρόνια αργότερα, με το Ν. 2509/1997, επιτέλους καταργήθηκε. Αλλά μόλις τέσσερα χρόνια μετά, με την αναθεώρηση του 2001, νεκραναστήθηκε θριαμβευτικά, όχι πια ως ταπεινή νομοθετική ρύθμιση, αλλά εξυψωμένη σε συνταγματικό κανόνα, ο οποίος συμβάλλει στην ποινική ατιμωρησία των υπουργών στις περιπτώσεις που, μετά από εκλογές, αναδεικνύεται η ίδια κοινοβουλευτική πλειοψηφία με αυτή της προηγούμενης βουλευτικής περιόδου. Ο συγγραφέας διερωτάται εύλογα για ποιον λόγο άραγε μια χουντική ρύθμιση, η οποία, κατά τη γνώμη του, παραβιάζει την αρχή της ποινικής ισονομίας, παρέμεινε ισχύον δίκαιο επί δεκαετίες μετά τη μεταπολίτευση και, κυρίως, για ποιον λόγο, παρότι αυτή η ρύθμιση καταργήθηκε το 1997, όχι απλώς επανήλθε λίγα χρόνια αργότερα, αλλά θωρακίστηκε από μελλοντική νομοθετική κατάργησή της, αναγόμενη σε συνταγματικό κανόνα με την αναθεώρηση του 2001. Στη συνέχεια, σχολιάζοντας ως νομικά σημαντική τη διατήρηση, μέχρι σήμερα, της αποσβεστικής προθεσμίας στο άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003, ο Καΐδατζής υπογραμμίζει ότι η αντίθεση αυτής της διατήρησης με την αρχή της ποινικής ισονομίας έχει πλέον καταστεί περισσότερο έκδηλη, καθώς ο όποιος σκοπός της αποδοκιμάστηκε με την αναθεώρηση του 2019 που απάλειψε τον συνταγματικό κανόνα της αποσβεστικής προθεσμίας από το άρθρο 86. Επισημαίνοντας την (κουτο)πονηρία της πολιτικής εξουσίας που, μέσω της νομοθετικής αδράνειας, αναιρεί στην πράξη την αναθεώρηση του Συντάγματος, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο ποινικός δικαστής των υπουργικών αδικημάτων οφείλει να μην εφαρμόσει την αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003, ακόμη κι αν αυτή μπορεί να θεωρηθεί ποινικά ευμενέστερη. Τονίζει, όμως, ότι η μόνη καθαρή και ασφαλής λύση είναι η άμεση κατάργηση της παραπάνω νομοθετικής διάταξης, με ρητή, μάλιστα, αναφορά στην, μετά την αναθεώρηση του 2019, αντισυνταγματικότητά της ως λόγο της κατάργησης. Οτιδήποτε άλλο θα αποτελέσει βαρύτατο πλήγμα στην αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και την πίστη των πολιτών στο δημοκρατικό κράτος δικαίου.

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο