Πριν από λίγες μέρες, τέθηκαν σε ισχύ νέες νομοθετικές διατάξεις που συνδέονται με δύο θέματα που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο διαλόγου στη Νομαρχία: την αποσβεστική προθεσμία για τη δίωξη υπουργικών αδικημάτων (βλ. εδώ και εδώ) και τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων (βλ. εδώ και εδώ).

Mε το άρθρο 62 του ν. 5197/2025 (ΦΕΚ Α’ 76/16.05.2025) «[δ]ιαπιστώ[θηκε] η κατάργηση της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3126/2003 Α’ 66) από την έναρξη ισχύος του Ψηφίσματος της 25ης Νοεμβρίου 2019 της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α’ 187) σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 110 του Συντάγματος». Η παραπάνω διάταξη αφορά το προνόμιο της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας των υπουργικών αδικημάτων, το οποίο, ενώ διαγράφηκε από το άρθρο 86 του Συντάγματος, εξακολουθούσε να προβλέπεται στο άρθρο 3, παρ. 2, του ν. 3126/2003. Στην αιτιολογική έκθεση του νέου νόμου, επισημαίνεται ότι η εν λόγω διάταξη «έχει διαπιστωτικό και μόνο χαρακτήρα. Επιβεβαιώνει απλώς, για λόγους ασφάλειας δικαίου και άρσης της οποιασδήποτε τυχόν αμφισβήτησης, την κατάργηση της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3126/2003 από τη θέση σε ισχύ της αναθεώρησης του Συντάγματος του 2019, χωρίς να δύναται να της αποδοθεί το οποιοδήποτε συστατικό ή διαπλαστικό περιεχόμενο υπό την έννοια της δημιουργίας νέων νομικών καταστάσεων.». Στη δε συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής, σημειώθηκε από την πλευρά της κυβερνητικής πλειοψηφίας ότι ήταν επιβεβλημένη η ψήφιση της διάταξης αυτής, για «να εδραιωθεί και στον οποιονδήποτε, στον τελευταίο χρονικά πολίτη, η βαθιά πεποίθηση ότι η ειδική αποσβεστική προθεσμία έχει ήδη από το 2019 καταργηθεί», «[δ]ιότι προέτρεξαν -ως συνηθίζουν- πολλοί “συνταγματολόγοι” των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και δημιούργησαν ή καλύτερα έσπειραν […] αμφιβολίες στους πολίτες.» (Ελ. Κτιστάκης). Ωστόσο, οι ευθύνες της κυβερνητικής πλειοψηφίας για την αδικαιολόγητη επιβίωση επί έξι χρόνια της νομοθετικής πρόβλεψης της επίμαχης αποσβεστικής προθεσμίας δεν διασκεδάζονται τόσο εύκολα μέσω της δαιμονοποίησης του δημόσιου επιστημονικού διαλόγου. Εάν δεν ασκηθούν εγκαίρως διώξεις σε όλες τις υποθέσεις στις οποίες συντρέχει λόγος, θα είναι οι πολύπαθες δικαστικές αρχές που θα κληθούν να αποφασίσουν εάν επιτρέπεται ο παραμερισμός ευνοϊκότερης ουσιαστικής ποινικής διάταξης ως αυτοδικαίως καταργηθείσας ή αντισυνταγματικής.

Με το άρθρο 36 του ίδιου νόμου (5197/2025), αντικαταστάθηκε η παρ. 3 του άρθρου 59 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022), περί τοποθετήσεων και προαγωγών δικαστικών λειτουργών. Ειδικότερα, τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 5123/2024, με τις οποίες είχε αναγνωριστεί, για πρώτη φορά, η δυνατότητα στο δικαστικό σώμα να συμμετέχει στην επιλογή της ηγεσίας του με την παροχή γνώμης εκ μέρους της Ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου. Οι νέες διατάξεις αφορούν, μεταξύ άλλων, τον προσδιορισμό των υποψηφίων προς προαγωγή, τον αριθμό των ψήφων και τη διαδικασία της ψηφοφορίας για την παροχή της παραπάνω γνώμης. Στην αιτιολογική έκθεση του νέου νόμου, αναφέρεται ότι «βελτιώνεται και ενισχύεται έτι περαιτέρω η αρχική ρύθμιση του άρθρου 27 του ν. 5123/2024, προς την κατεύθυνση της διασφάλισης της έκφρασης σαφούς και ανεπηρέαστης γνώμης εκ μέρους του δικαστικού σώματος για την επιλογή της ηγεσίας του, σε συμφωνία και με τις επιταγές του Κράτους Δικαίου, ενώ αποφεύγονται ενδεχόμενοι κίνδυνοι διατάραξης των καλών σχέσεων μεταξύ των δικαστικών λειτουργών.». Καθώς τις επόμενες εβδομάδες αναμένονται οι πρώτες περιπτώσεις εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων, μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα αμφισβήτησης της αξιοπιστίας της δικαστικής εξουσίας στη Χώρα μας, αναζωπυρώνεται ο δημόσιος διάλογος όχι μόνο γύρω από την αποτελεσματικότητα της συμμετοχής των ίδιων των δικαστικών λειτουργών στη διαδικασία επιλογής της ηγεσίας τους, αλλά και, γενικότερα, γύρω από την εύρεση της πλέον κατάλληλης ρύθμισης αυτής της επιλογής.

Ο Ευθύμης Σταλίκας αναλύει τις διατάξεις του άρθρου 90, παρ. 5 και 6, του Συντάγματος, οι οποίες θέτουν το πλαίσιο επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης. Πρόκειται για μία εμπεριστατωμένη μελέτη των σχετικών θεωρητικών και νομολογιακών δεδομένων, των παρεμβάσεων του νομοθέτη και των διαφόρων προτάσεων συνταγματικής αναθεώρησης που προκρίνουν ως αποφασίζον όργανο για την παραπάνω επιλογή το ίδιο το δικαστικό σώμα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τη Βουλή ή το Υπουργικό Συμβούλιο. Κατά τη γνώμη του συγγραφέα, το ουσιαστικό πρόβλημα δεν έγκειται στο αποφασίζον όργανο, αλλά σε άλλες ατέλειες του άρθρου 90 του Συντάγματος και σε «πονηρίες» ή παραλείψεις του τυπικού νομοθέτη που ενεργοποιούν ή και οξύνουν τις παθογένειες της ανάθεσης της αποφασιστικής αρμοδιότητας στο Υπουργικό Συμβούλιο. Σε συνταγματικό επίπεδο, θεωρεί προβληματική την απεριόριστη ευχέρεια της Κυβέρνησης να διορίζει αναιτιολόγητα τα προεδρεία των ανώτατων δικαστηρίων. Σε νομοθετικό επίπεδο, εντοπίζει τη «ρίζα των δεινών», αφενός, στον ραγδαίο πολλαπλασιασμό των θέσεων των αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου χωρίς καμία αντιστοίχιση προς τις λειτουργικές ανάγκες αυτών των ανώτατων δικαστηρίων και, αφετέρου, στην παράλειψη ρύθμισης ορισμένων πεδίων που εκ των πραγμάτων καταλείπουν στους ιεραρχικά προϊστάμενους δικαστές ευρεία περιθώρια άτυπης εξουσίας έναντι των συναδέλφων τους, όπως τη δυνατότητα των Προέδρων των Τμημάτων  να καθορίζουν τη σύνθεση αμέσως πριν την εκδίκαση μιας υπόθεσης. Ο Σταλίκας προτείνει έναν συνδυασμό διορθωτικών κινήσεων στο πλαίσιο του οποίου, σε συνταγματικό μεν επίπεδο, το δικονομικό απαράδεκτο που καθιερώνει το άρθρο 90, παρ. 6, πρέπει να διατηρηθεί και στο άρθρο 90, παρ. 5, πρέπει να εισαχθεί μια νέα διαδικασία σύμφωνα με την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο θα επιλέγει από τα μέλη ενός περιορισμένου και δεσμευτικού καταλόγου υποψηφίων προς προαγωγή, τον οποίο θα καταρτίζει ένα ενιαίο ειδικό Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, αποτελούμενο κατά τα 2/3 από δικαστικούς λειτουργούς και κατά το 1/3 από τακτικούς καθηγητές νομικών μαθημάτων των Νομικών Σχολών της Χώρας και εκπροσώπους των Δικηγορικών Συλλόγων που έχουν τα προσόντα να μετέχουν στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων, σε νομοθετικό δε επίπεδο, πρέπει να προβλεφθούν μία θέση αντιπροέδρου σε καθένα από τα παραπάνω τρία ανώτατα δικαστήρια και μια ουδέτερη-αυτόματη διαδικασία καθορισμού των συνθέσεων, ώστε να συρρικνωθεί η δυνατότητα άσκησης επιρροής του προεδρεύοντος σε κάθε Τμήμα. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει, πάντως, ότι το βαθύτερο ζήτημα της διαπλοκής ανάμεσα στο δίκαιο και την πολιτική δεν μπορεί να εξηγηθεί αμιγώς σε νομικό επίπεδο και πολύ περισσότερο δεν επιλύεται μέσω ενός διαρκούς «συνταγματικού φετιχισμού». Τα συντηρητικά δομικά χαρακτηριστικά του δικαίου, η κυρίαρχη νομική ιδεολογία και η αυτοαντίληψη του δικαστικού σώματος ως οργανικής προέκτασης του κράτους είναι μόνο μερικοί από τους παράγοντες που οδηγούν στην ώσμωση μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής λειτουργίας.

Μετάβαση στο περιεχόμενο