O ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους και της κοινωνίας προβάλλεται συχνά ως αδιαμφισβήτητη εγγύηση προαγωγής της ασφάλειας δικαίου και της ισότητας. Εντούτοις, υπό τις συνθήκες που υλοποιείται, η αλγοριθμική μετάλλαξη της σύγχρονης πραγματικότητας δεν επιβεβαιώνει, στην πράξη, την παραπάνω βεβαιότητα. Στο πλαίσιο του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου δόγματος, η επικυριαρχία της οικονομίας επί του δικαίου και η απομείωση της σχετικής αυτονομίας του τελευταίου διαμορφώνουν ένα νέο κανονιστικό ιδανικό σύμφωνα με το οποίο το δίκαιο δεν υπηρετεί τη δικαιοσύνη αλλά την οικονομική αποδοτικότητα. Επικαθορίζοντας την ψηφιακή επανάσταση, αυτό το νέο ιδανικό υποκαθιστά τον νόμο με το πρόγραμμα και την αυστηρότητα της κανονιστικότητας ως επιταγής με τη διαπλαστικότητα της ρύθμισης. Τούτη η διαπλαστικότητα, καίτοι στηρίζεται συνήθως σε αριθμητικά δεδομένα και αλγόριθμους, δεν εγγυάται την ασφάλεια ενός γενικού νόμου που ισχύει εξίσου για όλους, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να μην έχουν κάποια άλλη διέξοδο από το να ορκιστούν πίστη σε κάποιον ισχυρότερο από αυτούς. Ωθώντας, λοιπόν, στα άκρα το νεωτερικό αίτημα για απρόσωπη εξουσία, ο οικονομισμός της διακυβέρνησης με αριθμούς γεννά παραδόξως έναν ανασφαλή νεοφεουδαρχικό κόσμο στον οποίο επικρατούν κυρίως οι δεσμοί πίστης και εξάρτησης (βλ. A. Supiot, Όταν κυβερνούν οι αριθμοί. Παραδόσεις στο Collège de France [2012-2014], μτφρ. Π. Κοντογεωργοπούλου, Εκδόσεις Επιθεωρήσεως Εργατικού Δικαίου, 2025).

Αναλύοντας τον νόμο 5135/2024 (ΦΕΚ Α 147/16.9.2024), ο οποίος αντικατάστησε το τέλος χαρτοσήμου από το ψηφιακό τέλος συναλλαγής, η μελέτη της Χριστίνας Γεωργοπούλου αναδεικνύει και πάλι (βλ. και τα Editorials της 21.5.2024  και της 20.6.2024) ότι η φορολογία αποτελεί προνομιακό πεδίο παρατήρησης του διττού ρόλου της τεχνολογικής προόδου, η εκμετάλλευση της οποίας, ενώ μοιάζει να ενισχύει την ασφάλεια δικαίου και την ισότητα, κατά βάθος εμπεδώνει τη ρευστότητα του κανονιστικού τοπίου. H συγγραφέας τονίζει ότι το νέο νομοθετικό πλαίσιο συνιστά μεν εκσυγχρονισμό και απλούστευση του προγενέστερου καθεστώτος, στερείται όμως της απαιτούμενης σαφήνειας, ιδίως ως προς το υποκείμενο, το αντικείμενο, τον συντελεστή, καθώς επίσης τις απαλλαγές και τις εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής του ψηφιακού τέλους συναλλαγής. Την ίδια στιγμή, μολονότι οι γενικοί κανόνες και οι αρχές αυτής της νέας φορολογικής επιβάρυνσης εναρμονίζονται με την αρχή της αναλογικής ισότητας, ορισμένες ρυθμίσεις δεν είναι συμβατές με αυτή τη συνταγματική αρχή. Η Γεωργοπούλου υπογραμμίζει ότι, αν και με τα υφιστάμενα δεδομένα η νομοθετική επιλογή της αντικατάστασης του απαρχαιωμένου τέλους χαρτοσήμου από το ψηφιακό τέλος συναλλαγής φαίνεται να ικανοποιεί τους ταμιευτικούς της σκοπούς, η διαιώνιση των παραπάνω προβλημάτων διατηρεί στην επικαιρότητα το αίτημα περί ολοσχερούς κατάργησης των φορολογικών επιβαρύνσεων αυτού του τύπου.

Πέρα από την κανονιστική αποδυνάμωση του Συντάγματος στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου συνταγματισμού και της επακόλουθης συνταγματικής απορρύθμισης, το εύρος της ψηφιακής επανάστασης και οι ασύμμετροι κίνδυνοι που αυτή συνεπάγεται συνιστούν έναν επιπλέον παράγοντα κρίσης του σύγχρονου συνταγματισμού, ιδίως ως προς την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Ποια πολιτική οντότητα θα μπορούσε να θεσπίσει νομικούς κανόνες ικανούς να οριοθετήσουν επαρκώς την δράση των ψηφιακών δικτύων; Ποιες δικαιοδοτικές αρχές θα μπορούσαν να παρακολουθούν αποτελεσματικά την τήρηση αυτών των νομικών κανόνων; Ποια όργανα και διαδικασίες θα μπορούσαν να διασφαλίσουν την εφαρμογή των αποφάσεων αυτών των δικαιοδοτικών αρχών; Ακόμη και αν βρεθούν τα πιο αρμόδια όργανα και οι πιο κατάλληλες διαδικασίες, ποιο θα πρέπει να είναι το περιεχόμενο των θεμελιωδών κανόνων για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων; Μπορεί πράγματι να υπάρξει ένα καθολικό τέτοιο περιεχόμενο; Μήπως η αντίληψη περί καθολικότητας της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τον δυτικό κόσμο υποτιμά τις αντιλήψεις στον υπόλοιπο κόσμο και υπερεκτιμά την ενότητα των αντιλήψεων στη Δύση; Η αδυναμία των εθνικών κρατών, των υβριδικών περιφερειακών οργανώσεων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, και των παραδοσιακών διεθνών οργανισμών να δώσουν αξιόπιστες απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα αφήνει ανοικτό το πεδίο ανάπτυξης του κοινωνιaκού (societal) συνταγματισμού, ο οποίος, χάρη στην ασυναγώνιστη επιτελεστικότητα που επιδεικνύουν οι ιδιωτικές ψηφιακές πλατφόρμες παγκόσμιας εμβέλειας, μιμείται, κατά τρόπο αξιοθαύμαστο, αλλά, κατά βάθος, διαβρώνει το κράτος δικαίου, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις λοιπές αξίες του νεωτερικού συνταγματισμού.

Τη βαθιά κρίση των παραπάνω αξιών μαρτυρά η αγωνιώδης αναζήτηση ενός νέου Διαφωτισμού, η οποία δεν επιδιώκει απλώς μια επανέκδοση του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα σε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του φιλελεύθερου και κοινωνικού κράτους, μέσω της επίκλησης των θεμελιωδών προταγμάτων της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης. Ολοένα και ευρύτερα γίνεται αντιληπτό ότι ένας νέος Διαφωτισμός πρέπει επιπλέον να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας που είναι η διαχείριση της ανθρωπολογικής μετάλλαξης του υποκειμένου των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στην ψηφιακή εποχή, στην οποία διαμορφώνονται νέοι πανίσχυροι αφέντες και καθίστανται άχρηστες τεράστιες ομάδες ανθρώπων, η θεολογία των Big Data προάγει, με δραματικούς ρυθμούς, την ίδια την εικονιστική μετάλλαξη των νοητικών, ψυχικών και κοινωνικών διαστάσεων της ανθρώπινης υπόστασης. Ο καθολικός άνθρωπος του νεωτερικού συνταγματισμού καλείται να ανασυγκροτήσει τη διασπασμένη ενότητά του αναζητώντας και αναμετρούμενος με τις ψηφιακές του αναπαραστάσεις στον χωρόχρονο της κοινωνίας της πληροφορίας και, σύντομα ενδεχομένως, στον χωρόχρονο του μετασύμπαντος. Στην αναμέτρηση αυτή, δεν είναι μόνον οι ηθικοί και οι νομικοί κώδικες που συμφύρονται με τους αλγόριθμους. Είναι, επιπλέον, η ζωτικότητα, η νοημοσύνη και η ψυχοσύνθεση του ίδιου του ανθρώπου που διαπλέκονται με τις λειτουργίες των μηχανών και τη θνητότητα ή την αθανασία των ψηφιακών προσωπικών δεδομένων του. Σε μια τέτοια συνθήκη, οποιοσδήποτε νέος Διαφωτισμός πρέπει, επιπλέον, να προσαρμόσει τον ορθό λόγο στα δεδομένα που προέκυψαν από την ανακάλυψη της σχετικότητας, της απροσδιοριστίας, της θεωρίας του χάους και της ασαφούς λογικής  και να συνταιριάξει την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και τον ανθρωπισμό με τις νέες μορφές ψηφιακού αυταρχισμού, με την κατάρρευση των οικοσυστημάτων  και με τα νέα ανθρωπολογικά πρότυπα που διαμορφώνουν, ιδίως, οι ταχύτατες και απρόσμενες εξελίξεις στους τομείς της τεχνοβιολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης.

Η μελέτη της Κωνσταντίνας Μαστρογιάννη πραγματεύεται την ιδιωτικότητα στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης υπό το πρίσμα δύο αλληλένδετων πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων, αυτών του ψηφιακού ανθρωπισμού και του ψηφιακού συνταγματισμού. Υπό το πρίσμα αυτό, η προστασία της ιδιωτικότητας αποκτά διπλή διάσταση. Ο ψηφιακός ανθρωπισμός εστιάζει στην ανάγκη διατήρησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αυτονομίας σε ένα περιβάλλον όπου οι αλγόριθμοι και τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να επηρεάσουν αποφάσεις και συμπεριφορές χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεση των ατόμων. Παράλληλα, ο ψηφιακός συνταγματισμός προσπαθεί να θεσπίσει νέους κανόνες και πλαίσια διακυβέρνησης που θα περιορίζουν την ανεξέλεγκτη ισχύ των μεγάλων τεχνολογικών εταιριών. Η συνέργεια αυτών των δύο κινημάτων στοχεύει στη διαμόρφωση ενός τεχνολογικού οικοσυστήματος που θα είναι συμβατό με τις αρχές της δικαιοσύνης και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής στην ψηφιακή εποχή. Η συγγραφέας υπογραμμίζει ότι ο ψηφιακός συνταγματισμός και ο ψηφιακός ανθρωπισμός επωφελούνται από μια διεπιστημονική προσέγγιση που αντλεί από το δίκαιο, τη δεοντολογία, την τεχνολογία και τις κοινωνικές επιστήμες. Μια τέτοια προσέγγιση είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη ολοκληρωμένων στρατηγικών που αντιμετωπίζουν την πολυπλοκότητα του ψηφιακού τοπίου, διασφαλίζοντας ότι λαμβάνονται υπόψη τόσο οι νομικές όσο και οι ανθρωπιστικές προοπτικές. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον ψηφιακό συνταγματισμό, η Μαστρογιάννη διευκρινίζει ότι δεν πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικά ως νομικό ζήτημα, αλλά ως ένα πολύπλευρο κοινωνικό φαινόμενο που απαιτεί συλλογικές λύσεις. Ο ψηφιακός συνταγματισμός μπορεί να προσφέρει μια ποικιλία προοπτικών για την κατανόηση της προστασίας των δικαιωμάτων, καθώς ακολουθεί εξ ορισμού μια συνεχή εξελικτική πορεία, η οποία ανταποκρίνεται στους αέναους κοινωνικούς και εξουσιαστικούς μετασχηματισμούς. Πάντως, ως πολιτικο-ιστορικό φαινόμενο και διεκδικητικό κίνημα, παραμένει πιστός σε ένα κεντρικό θεωρητικό και ανθρωπολογικό πρότυπο:  αυτό της οριοθέτησης της εξουσίας και της αισιόδοξης προσδοκίας για έναν «καλύτερο κόσμο» όπου η τεχνολογία εξυπηρετεί το κοινό καλό και σέβεται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Με αφορμή πτυχές της επικαιρότητας, από την ανακοίνωση του συνοπτικού σκεπτικού των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την εγκατάσταση μη κρατικών πανεπιστημίων στη χώρα μας ως την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη, στο σύντομο σχόλιό του ο Κωνσταντίνος Αλ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλος της Επικρατείας ε.τ., κάνει λόγο για τη συνήθη στάση ζωής του ανίσχυρου που θυσιάζει την ελευθερία με την προσδοκία της ασφάλειας.

Μετάβαση στο περιεχόμενο