Σε μια εποχή που οι διάφορες μορφές εξουσίας, δημόσιες και ιδιωτικές, ρέπουν ολοένα και περισσότερο στον αυταρχισμό, μια κριτική ματιά προς τα θεμελιώδη δικαιώματα μπορεί να ξενίζει. Στο γενικευμένο, όμως, κλίμα ρευστοποίησης των συνταγματικών αξιών, κάθε προσπάθεια ανασυγκρότησης του κράτους δικαίου προϋποθέτει και έναν ειλικρινή αναστοχασμό πάνω στην εξέλιξη της πρόσληψης και της προστασίας των δικαιωμάτων.
Στο μέτρο που το υποκείμενο δικαίου συγκροτείται διαχρονικά από δικαιώματα και υποχρεώσεις, η επικράτηση μιας υπερφιλελεύθερης συνταγματικής ερμηνείας, που συρρικνώνει το δίκαιο στην προστασία δικαιωμάτων και, μάλιστα, ατομικών, απωθώντας τα καθήκοντα, έχει αποδιοργανώσει το υποκείμενο δικαίου ως πολίτη. Στο πνεύμα αυτό, για παράδειγμα, η υποχρέωση συνεισφοράς στα δημόσια βάρη (άρθρο 4, παρ. 5) έχει αφομοιωθεί από την προβληματική της αρχής της αναλογικής ισότητας. Η σημασία της στρατιωτικής θητείας (άρθρο 4, παρ. 6) έχει αναδειχθεί κυρίως προκειμένου να αναβαθμιστούν η αρχή της ισότητας και τα δικαιώματα των αντιρρησιών συνείδησης. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος (άρθρο 51, παρ. 5), πριν στερηθεί κάθε αποτελεσματικής κατασταλτικής εγγύησης και αποκτήσει μια περιορισμένη παιδαγωγική σημασία, λειτούργησε λιγότερο ως μοχλός πίεσης για την ενίσχυση της πολιτικής συμμετοχής και περισσότερο ως πηγή νέων δικαιωμάτων, όπως αυτό της λευκής ψήφου. Ο δε αντίκτυπος της υπερφιλελεύθερης συνταγματικής ερμηνείας στο ελληνικό δίκαιο ήταν τόσο έντονος και η επακόλουθη αναβάθμιση του νομικού ατομικισμού τόσο ισχυρή που, από τη μία, προκειμένου να διευρυνθεί η προστασία του περιβάλλοντος, η τελευταία θεωρήθηκε ως αντικείμενο ατομικού δικαιώματος, αν και αποτελεί πάνω απ’ όλα θεμελιώδες καθήκον όλων -και όχι μόνο του Κράτους- απέναντι στις μελλοντικές γενιές, και, από την άλλη, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το κράτος παρέλειψε να εφαρμόσει τις διατάξεις περί επίταξης πραγμάτων (άρθρο 18, παρ. 3) και υπηρεσιών (άρθρο 22, παρ. 4), μολονότι αυτές συμπεριλαμβάνουν ρητά στις προϋποθέσεις εφαρμογής τους τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Όλες οι παραπάνω ενδεικτικές περιπτώσεις υποβάθμισης της αυτοτέλειας των καθηκόντων έπαιξαν αρνητικό ρόλο σε σχέση με τη διαμόρφωση της ταυτότητας και την υπευθυνότητα των πολιτών, οι οποίοι αγνοούν συστηματικά τις υποχρεώσεις τους επιδιώκοντας να επωφεληθούν από οποιαδήποτε περίσταση με κάθε τρόπο. Εξατομικευμένο σε ακραίο βαθμό, το δίκαιο γίνεται πλέον αντιληπτό ως ιδιοκτησία κάθε ατόμου, ένα είδος προνεωτερικού κεκτημένου δικαιώματος. Εξαιτίας δε της αντίληψης αυτής, ευνοούνται, μεταξύ άλλων, η δημιουργία αυθαίρετων διοικητικών καταστάσεων, η πελατειακή λογική και η διαφθορά.
Την ίδια στιγμή, στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου ευρωπαϊκού συνταγματισμού και της διαχείρισης της πολυκρίσης των τελευταίων ετών, αλλοιώνονται και τα ίδια τα θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία εκλαμβάνονται, σε μεγάλο βαθμό πλέον, όχι ως αυτοσκοπός, αλλά ως απλό μέσο για την εξυπηρέτηση άλλων σκοπών, συχνά εξωσυνταγματικών. Επειδή δε τα δικαιώματα δεν καλούνται να υπηρετήσουν έναν ενιαίο σταθερό σκοπό, το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με τη ρευστοποίηση των ίδιων των δικαιωμάτων του στην οποία οδηγεί ο πολυδιάστατος χαρακτήρας της λειτουργικής μετάλλαξής τους. Σε κάθε περίπτωση, η προστασία των δικαιωμάτων διασπάται ποικιλότροπα λόγω των ασύμμετρων συγκρούσεων μεταξύ των μεταβλητών σκοπιμοτήτων που επικρατούν συγκυριακά στα διάφορα κράτη (βλ. και το Editorial της 27.6.2025).
Δεν πρέπει, λοιπόν, να εκπλήσσει το γεγονός πως, καίτοι έχει αναδειχθεί στην πιο επιδραστική θεολογία της σύγχρονης εποχής, η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αντί να συμβάλλει στην ανασυγκρότηση του απορρυθμισμένου συνταγματισμού, προάγει την αναβίωση προνεωτερικών μοτίβων και υποσκάπτει την ασφάλεια δικαίου. Όπως συνάγεται και από την κρατούσα ερμηνεία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που χρησιμεύουν καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο μέσο ως σύμβολα πίστης της παραπάνω θεολογίας, η προστασία των δικαιωμάτων βασίζεται σε μια μεταβλητή όσμωση μεταξύ δικαίου και ηθικής, στην οποία συμβάλλει ιδίως ο πλουραλισμός των πηγών του δικαίου των δικαιωμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, τα δικαιώματα γίνονται αντικείμενο αποκλινουσών επικλήσεων, καθώς η εξύμνηση της ύπαρξης κοινών συνταγματικών παραδόσεων δεν μπορεί να καλύψει την ετερογένεια και τους ανταγωνισμούς των θεσμών και των παραδόσεων. Η επακόλουθη ανασφάλεια δικαίου διευκολύνει την υποκατάσταση της ισχύος του δικαίου από το δίκαιο των πλέον ισχυρών, που, σήμερα περισσότερο από ποτέ, δεν είναι μόνο οι δημόσιες αρχές αλλά και ορισμένα ιδιωτικά κέντρα εξουσίας που προσπαθούν να εδραιώσουν τα κεκτημένα δικαιώματά τους.
Παράλληλα, τα δικαιώματα έχουν γίνει πεδίο μιας παράδοξης πολιτικής σύμπλευσης νεοφιλευθερισμού και αριστερών ιδεών, η οποία οφείλεται κυρίως στη λειτουργική μετάλλαξη της ρητορικής περί οικουμενικής προστασίας τους, μιας ρητορικής που διαμόρφωσαν και προσπαθούν να επιβάλουν στον κόσμο κυρίως οι δυτικές δημοκρατίες. Πιο συγκεκριμένα, ο πρώιμος επαναστατικός φιλελευθερισμός διακήρυττε μια εκδοχή της οικουμενικής προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων η οποία, αναφερόμενη στην ισότητα των ατόμων ως ανθρώπων, αποσπούσε τα άτομα από τους δεσμούς της societas civilis και τα συνέδεε με το νεοπαγές νεωτερικό Κράτος, προκειμένου να τα υπαγάγει στην κυριαρχία του. Αυτή η εκδοχή του φιλελευθερισμού προκάλεσε την αντίδραση των τότε συντηρητικών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι το δίκαιο και τα δικαιώματα έχουν τις ρίζες τους στην εκάστοτε ιστορικά διαμορφωμένη ανθρώπινη κοινωνία, την εποχή εκείνη στην ιδιωτική μεσαιωνική κοινωνία. Σήμερα, ο οικουμενισμός της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι περισσότερο συνδεδεμένος με τον νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος αποσπά τα άτομα και τα θεμελιώδη δικαιώματά τους όχι μόνο από την κοινωνία αλλά και από το Κράτος. Ειδικότερα, εκμεταλλευόμενος τη θεμελιώδη αντινομία της νεωτερικότητας που συνίσταται στην ανάθεση της οικουμενικής προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων σε διάσπαρτα κράτη, ο νεοφιλελευθερισμός υποστηρίζει την εμπέδωση μιας διεθνούς θεολογίας υπέρ των δικαιωμάτων όχι τόσο για να προασπίσει ειλικρινώς τα τελευταία όσο για να υπονομεύσει περαιτέρω την ούτως ή άλλως περιορισμένη κρατική κυριαρχία και να απονομιμοποιήσει κάθε κοινωνική αντίδραση στα προτάγματά του. Τη θεολογία αυτή φτάνουν, όμως, να ασπάζονται και πολλές αριστερές πολιτικές δυνάμεις που αμφισβητούν την κρατική εξουσία εμφορούμενες από έναν ειλικρινή ανθρωπισμό. Οι δυνάμεις αυτές, υποβαθμίζοντας τις οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους της επίκλησης και της προστασίας των δικαιωμάτων, συντονίζονται συχνά με τον νεοφιλελεύθερο δικαιωματισμό, εκλαμβάνοντας την προστασία των δικαιωμάτων ως ριζωμένη σε μια υπερβατική ηθική περί προσωπικής αυτονομίας. Χωρίς να υποτιμά κανείς ότι, σε θεωρητικό επίπεδο, μια τέτοια στάση μπορεί να έχει σοβαρά φιλοσοφικά ερείσματα, δεν μπορεί να αγνοήσει ότι, σε πρακτικό επίπεδο, η στάση αυτή φαίνεται να ενισχύει την υποκειμενικοποίηση του δικαίου και τον ατομικισμό, προάγοντας τελικά την εμπέδωση μιας ψευδεπίγραφης δημοκρατίας όχι μόνο χωρίς Κράτος αλλά και χωρίς Λαό.
Ποιο είναι τελικά το νόημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ποια η προοπτική της προστασίας τους; Η αναζήτηση απάντησης στα παραπάνω ερωτήματα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας.
Ο Βασίλης Βουτσάκης στοχάζεται πάνω στα δικαιώματα με αφορμή το βιβλίο του Σταύρου Μουδόπουλου «Δημοκρατία και συνδικαλιστική ελευθερία» (Εκδόσεις Ασίνη, 2024), κεντρική ιδέα του οποίου είναι η αυτονομία του δικαίου της εργασίας και η ισχύς των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη συνδικαλιστική ελευθερία ή είναι συναφή με την τελευταία. Στη βιβλιοπαρουσίαση αυτή, ο συγγραφέας επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η άποψη που υιοθετεί κανείς για το περιεχόμενο των δικαιωμάτων, είτε αυτό απορρέει αποκλειστικά από το θετικό δίκαιο είτε εμφανίζει και ηθικοπολιτικές προεκτάσεις, είναι καθοριστικής σημασίας τόσο για την ερμηνεία των δικαιωμάτων όσο και για τις επιφυλάξεις που μπορούν να διατυπωθούν ως προς την εφαρμογή τους. Στις επιφυλάξεις αυτές, περιλαμβάνεται, καταρχάς, το ζήτημα της αφαιρετικότητας των δικαιωμάτων και το κατά πόσον αυτή οδηγεί στην αποδυνάμωση της προστατευτικής λειτουργίας των αδυνάμων. Μήπως, με άλλα λόγια, προτιμότερη από την επίκληση των δικαιωμάτων είναι η άμεση προβολή των αναγκών ή των συμφερόντων των υποκειμένων τους; Επιπλέον, μια δεύτερη επιφύλαξη συνδέεται με τη δικαιολόγηση των δικαιωμάτων. Οι αρχές της ελευθερίας και της ισότητας αποτελούν, σε κάθε περίπτωση, το έρεισμα των δικαιωμάτων ή μήπως αυτή η θεώρηση συνεπάγεται την παραγνώριση των σχέσεων εκμετάλλευσης, ως του πλέον βασικού παράγοντα διαμόρφωσης των κοινωνικών αλλά και των ιδιωτικών δικαιωμάτων; Τέλος, το ερώτημα της καθολικής ισχύος των δικαιωμάτων ή, αντίθετα, της ερμηνείας τους αποκλειστικά εντός του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου υπό το οποίο διαμορφώθηκαν, δηλαδή με βάση τις αξίες που ορίζουν τον ηθικό ορίζοντα κάθε κοινωνίας, αποτελεί την τρίτη επιφύλαξη, καθοριστική για το εύρος αλλά και τη σημασία των δικαιωμάτων. Η απάντηση που υιοθετεί κανείς στα παραπάνω ερωτήματα μοιάζει ικανή να δικαιολογήσει, ή όχι, την εμπιστοσύνη μας στα δικαιώματα. Από τη δική του πλευρά, ο Βουτσάκης εστιάζει στην ανάδειξη της πολιτικής ηθικής που διαπνέει το περιεχόμενο των δικαιωμάτων, τονίζοντας ότι αυτά είναι, προεχόντως, ο τρόπος με τον οποίο δηλώνουμε έλλογα στους άλλους ότι η ζωή μας, πριν από όλους, αφορά εμάς τους ίδιους.
Η εκλογική νομοθεσία συνιστά ένδειξη των χαρακτηριστικών και κριτήριο ποιότητας κάθε κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση του πολιτικού και κομματικού συστήματος επί του οποίου εδράζεται το πολίτευμα. Η καθιέρωση και πάγια εφαρμογή της απλής αναλογικής στην Ιταλία για μισό αιώνα ή η κατοχύρωση του πλειοψηφικού συστήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν ως αποτέλεσμα μεγάλες διαφορές στα πολιτικά και, κατ’ επέκταση, στα θεσμικά πράγματα της κάθε χώρας. Επιπλέον, η εκλογική νομοθεσία ταυτίζεται με «υπαρξιακές» επιλογές εχθρού -με τη σμιτιανή έννοια του όρου- εκ μέρους συγκεκριμένων κρατών. Έτσι, η πρόβλεψη του ορίου του 10% για την είσοδο στη Βουλή στην Τουρκία συνδέεται με τη βούληση αποκλεισμού των φιλοκουρδικών δυνάμεων και της Αριστεράς, το αντίστοιχο όριο του 5% στη Γερμανία σχετίζεται με το μοντέλο «μαχητικής δημοκρατίας» (αν και μάλλον αλυσιτελώς, όπως μαρτυρά η μεταπολεμική ιστορία της χώρας), η δε καθιέρωση του 3% στην Ελλάδα το 1993 έγινε με δεδηλωμένο στόχο τον αποκλεισμό της αυτόνομης κοινοβουλευτικής έκφρασης της μειονότητας της Θράκης. Η σχετική συζήτηση ξανάνοιξε στη Χώρα μας και φαίνεται να μην είναι ξένη με την περιορισμένη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες, η οποία εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους για τουλάχιστον δέκα χρόνια. Όπως έχει αναδειχθεί στη Νομαρχία, οι διάφορες παράμετροι αυτής της περιορισμένης συμμετοχής, όπως η αμφισβήτηση της λειτουργικότητας του αντιπροσωπευτικού συστήματος και της εντιμότητας των όρων του πολιτικού ανταγωνισμού, η απώλεια της εμπιστοσύνης στα κόμματα και τους πολιτικούς, η έλλειψη πληροφόρησης και ενίοτε πρόσβασης στην εκλογική διαδικασία, η μειωμένη αίσθηση του καθήκοντος και η αποπολιτικοποίηση, εμφανίζουν συγκεκριμένα κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά (βλ. το Editorial της 6.6.2025). Το φαινόμενο αυτό δεν περιορίζεται, βεβαίως, στη Χώρα μας, αλλά αφορά, περισσότερο ή λιγότερο, όλες τις δυτικές δημοκρατίες που συγκρότησαν το κυρίαρχο και χωρίς αντίπαλο πολιτειακό παράδειγμα μετά το 1989. Τα βαθύτερα δε αίτια του παραπάνω φαινομένου συνδέονται με γενικότερα φαινόμενα, όπως ο απεντοπισμός του πολιτικού ή η επανεμφάνιση σε διεθνές επίπεδο μορφών συμβολικής αντιπροσώπευσης (βλ. το Editorial της 2.5.2025).
Η συνταγματική και νομοθετική μεταχείριση του δικαιώματος της λευκής ψήφου αποτελεί μια ειδικότερη πτυχή της διασύνδεσης μεταξύ εκλογικού συστήματος και κρίσης της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Το άρθρο του Σωτήρη Κυβέλου σχολιάζει την πολύκροτη, στην εποχή της, απόφαση 12/2005 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, οι συνέπειες της οποίας, πάντως, εκμηδενίστηκαν, στην πράξη, με το άρθρο 1 του Ν. 3434/2006, η πρόβλεψη του οποίου επαναλαμβάνεται έκτοτε, κατά πάγιο τρόπο, σε όλα τα εκλογικά νομοθετήματα. Αν και η σχετική συζήτηση φαίνεται να έχει περιπέσει σε λήθη, τα γενεσιουργά της αίτια παραμένουν ενεργά, καθώς η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών δεν ψήφισε στις τελευταίες εκλογές, μολονότι η ψήφος παραμένει, κατά το Σύνταγμα, υποχρεωτική.

