Η αύξηση, διεθνώς, του ποσοστού αποχής από τις εκλογές, η οποία σηματοδοτεί μια βαθιά κρίση της δημοκρατίας, οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, θεσμικούς και ατομικούς: αμφισβήτηση της λειτουργικότητας του αντιπροσωπευτικού συστήματος και της εντιμότητας των όρων του πολιτικού ανταγωνισμού, απώλεια της εμπιστοσύνης στα κόμματα και τους πολιτικούς, έλλειψη πληροφόρησης και ενίοτε πρόσβασης στην εκλογική διαδικασία, μειωμένη αίσθηση του καθήκοντος, αποπολιτικοποίηση. Ωστόσο, όλοι αυτοί οι λόγοι δεν είναι οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά ουδέτεροι. Από τη μία, όσο οι συνθήκες διαβίωσης των πολιτών υποβαθμίζονται, τόσο πολλαπλασιάζονται τα αισθήματα απογοήτευσης και οι τάσεις απόσυρσης από την εκλογική διαδικασία και, γενικότερα, από την πολιτική συμμετοχή. Από την άλλη, όσο διευρύνονται αυτές οι τάσεις, τόσο οξύνονται οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες και εμπεδώνονται οι πολιτικές των πιο ισχυρών. Στο μέτρο δε που η Αριστερά αδυνατεί να καταστρώσει ένα αξιόπιστο πρόγραμμα για την αποτελεσματική προστασία των εξασθενημένων και λιγότερο προνομιούχων κοινωνικών ομάδων, οι τελευταίες, αποκαρδιωμένες, είτε αποστασιοποιούνται ακόμη περισσότερο είτε επανακάμπτουν για να στηρίξουν τις ιδέες της ριζοσπαστικής Δεξιάς.
Αναλύοντας τα εκλογικά αποτελέσματα σε επίπεδο περιφερειών και δήμων, τις έρευνες της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για τη χωρική κατανομή της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς και παλαιότερες εργασίες που ασχολούνται με τον κοινωνικό διαχωρισμό των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων, ο Χριστόφορος Βερναρδάκης υποστηρίζει ότι, και στη Χώρα μας, η αποστασιοποίηση από το εκλογικό δικαίωμα δεν είναι κοινωνικώς οριζόντια. Αφορά κατά κύριο λόγο τις λαϊκές τάξεις και τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα και παραπέμπει στο γεγονός ότι τα συμφέροντά τους δεν εκπροσωπούνται με σταθερότητα και συνέπεια από τα πολιτικά κόμματα και, κατά τεκμήριο, από τα κόμματα της Αριστεράς. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι, σε μεγάλο βαθμό, το ίδιο συμβαίνει και με τις χαμηλότερες βαθμίδες των λεγόμενων μεσαίων τάξεων. Για τις ανώτερες τάξεις και τις ανώτερες μερίδες των μεσαίων τάξεων, αντίθετα, παρατηρεί μια σταθερή ως και σημαντικά μεγαλύτερη συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία, διότι, παρά το γεγονός ότι οι εκλογές έχουν καταστεί ένα «άχαρο» γεγονός στην αναπαραγωγή της κυριαρχίας τους, εξακολουθούν να είναι χρήσιμες για την ενίσχυση της θέσης τους. Κοντολογίς, οι εκλογές καθίστανται όλο και λιγότερο έκφραση της «γενικής βούλησης» της κοινωνίας και μετατρέπονται σε έκφραση της ιδιοτέλειας των κυρίαρχων τάξεων και των πιο εξασφαλισμένων στρωμάτων.
Συνεχίζοντας τον διάλογο που πραγματοποιείται στη Νομαρχία γύρω από την πολιτική ασύλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (βλ. εδώ και εδώ), ο Νικόλαος Ζαμπούκας σχολιάζει τέσσερις πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες αφορούν την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα ως μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, τη σχέση καθεστώτων πρόσφυγα και επικουρικής προστασίας, την ανάκληση ή άρνηση χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα σε περίπτωση που συντρέχουν εύλογοι λόγοι, βάσει των οποίων ο πρόσφυγας ή ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους, καθώς επίσης το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου επί προσωρινής προστασίας. Ο συγγραφέας επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι παραπάνω δικαστικές αποφάσεις προσφέρουν σαφείς και προσηκόντως αιτιολογημένες ερμηνευτικές λύσεις σε ζητήματα που έχουν ήδη απασχολήσει τον εθνικό δικαστή, φωτίζοντας, όμως, και όψεις ζητημάτων που ενδεχομένως να τον απασχολήσουν, όταν σύντομα θα κληθεί να εφαρμόσει τους Κανονισμούς (ΕΕ) 2024/1347 και 2024/1348 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2024, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας και με την κοινή διαδικασία διεθνούς προστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.