Εξίσου σημαντικά με τα φιλοσοφικά και ηθικά διλήμματα που προκαλούν η τεχνητή νοημοσύνη και, γενικότερα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους και της κοινωνίας (πρβλ. τα Editorials της 3.9.2024 και της 11.10.2024) είναι τα ζητήματα που ανακύπτουν ως προς την ιδιοκτησία των σχετικών τεχνολογικών μέσων και τη νομική τους ρύθμιση. Δεδομένου ότι η πρώτη ύλη της ψηφιακής εποχής, που είναι τα Big Data, ελέγχονται από έναν μικρό αριθμό πανίσχυρων ιδιωτικών εταιριών, οι περισσότερες από τις οποίες εδρεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), η ρύθμιση της δραστηριότητας αυτών των εταιριών καθίσταται αναπόφευκτα στοιχείο ενός πολυσύνθετου γεωπολιτικού ανταγωνισμού και, τελικά, ένα ζήτημα κυριαρχίας.
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, οι σχετικές προκλήσεις δεν αφορούν μόνο τον ανταγωνισμό τους με άλλες κρατικές οντότητες και, προεχόντως, με τις ΗΠΑ, ιδίως αφότου η Cloud Act του 2018 κατέστησε υποχρεωτική, υπό ορισμένες συνθήκες, για τις τεχνολογικές εταιρίες τη διαβίβαση των δεδομένων τους στις αμερικανικές κρατικές αρχές. Για τον αποδυναμωμένο ευρωπαϊκό συνταγματισμό, οι παραπάνω προκλήσεις έχουν έναν σχεδόν υπαρξιακό χαρακτήρα, καθώς αφορούν τη διελκυστίνδα του με τη δυναμική επιτελεστικότητα του κοινωνιaκού (societal) συνταγματισμού που αναπτύσσεται από τις ιδιωτικές εταιρίες που διαχειρίζονται ψηφιακές πλατφόρμες παγκόσμιας εμβέλειας. Οι εταιρίες αυτές έχουν φτάσει στο σημείο να διεκδικούν την άσκηση συντακτικής εξουσίας, δηλαδή την ίδια την κυριαρχία. Όπως διαπιστώσαμε τα τελευταία χρόνια και, πολύ εντονότερα, μετά τις τελευταίες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, οι παραπάνω εταιρίες τείνουν να μετασχηματιστούν σε «ψηφιακά κράτη» που ανταγωνίζονται -ή και διεκδικούν να ελέγξουν- ευθέως τους συνταγματικούς θεσμούς των παραδοσιακών κρατών. Πρόκειται για μια μορφή ιδιωτικοποίησης του συνταγματισμού, η οποία συχνά μιμείται αλλά, κατά βάθος, διαβρώνει το κράτος δικαίου, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις λοιπές αξίες του νεωτερικού συνταγματισμού, χωρίς όμως αυτή η επικίνδυνη εξέλιξη να πλαισιώνεται από κατάλληλες νομικές εγγυήσεις. Σε ό,τι αφορά δε την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, μέχρι στιγμής, οι διάφορες προσπάθειες δημόσιας ρύθμισης της οργάνωσης και της λειτουργίας των παραπάνω ψηφιακών πλατφορμών χαρακτηρίζονται από μειωμένες προσδοκίες και αμφίβολη αποτελεσματικότητα. Ο κοινωνιακός συνταγματισμός των ψηφιακών πλατφορμών ενισχύεται διαρκώς, εκμεταλλευόμενος τις ποικίλες ρωγμές του πολυεπίπεδου ευρωπαϊκού συνταγματισμού.
Διερευνώντας το ζήτημα της κατάλληλης προστασίας των δημιουργών και της διασφάλισης μιας δίκαιης αμοιβής τους στο πεδίο της παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης, ο Μάριος Μωραΐτης αναλύει τις νομοθετικές πρωτοβουλίες και τις προτάσεις της θεωρίας για την υιοθέτηση ενός ευρωπαϊκού δικαιώματος αμοιβής των δημιουργών, αλλά και τη δυνατότητα κατοχύρωσης ενός τέτοιου δικαιώματος στην εθνική μας έννομη τάξη, ανεξαρτήτως των δράσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι, ειδικά στο πλαίσιο του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, το οποίο είναι πάντα στο προσκήνιο κάθε τεχνολογικής εξέλιξης, η οπτική μας προς τις νέες τεχνολογίες δεν πρέπει να είναι ούτε φοβική, ούτε όμως να οδηγεί σε αλλοίωση των βασικών αρχών και αξιών του δικαίου. Η λύση απέναντι στις νέες τεχνολογίες της τεχνητής νοημοσύνης δεν μπορεί να είναι ούτε η απαγόρευση, ούτε φυσικά η χωρίς όρια χρήση τους. Λύση είναι η «μεσότητα» που επιτάσσει η αριστοτελική σκέψη: εν προκειμένω, η εύρεση ενός μηχανισμού εξισορρόπησης μεταξύ της ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης και της προστασίας των δημιουργών. Και αν ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί -τουλάχιστον προς το παρόν- από το ενωσιακό δίκαιο, ίσως ήρθε η ώρα ο εθνικός νομοθέτης να χαράξει τον δρόμο.
Επιχειρώντας μια συνολική προσέγγιση της αντιμετώπισης του φαινομένου της ρητορικής μίσους στην ευρωπαϊκή συνταγματική τάξη, η Στεύη Κίτσου εστιάζει, μεταξύ άλλων, στις προκλήσεις που προκύπτουν όταν το φαινόμενο αυτό μεταφέρεται στον χώρο όπου καθίσταται εντονότερα αντιληπτό, δηλαδή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η συγγραφέας επισημαίνει ότι, στον χώρο αυτόν, οι προσπάθειες εντοπισμού και απόσυρσης μορφών ρητορικού μίσους που συνιστούν παράνομο περιεχόμενο κινούνται μεταξύ της περιορισμένης αυστηρότητας των κανόνων του παράγωγου ενωσιακού δικαίου, το οποίο προβλέπει ευχέρεια και όχι υποχρέωση των εταιριών να διεξάγουν τις δικές τους έρευνες για τον εντοπισμό παράνομου περιεχομένου στις πλατφόρμες τους, και της αδιαφάνειας της προβλεπόμενης αυτορρύθμισης αυτών των εταιριών, η οποία βασίζεται σε εσωτερικά πρότυπα «κώδικα συμπεριφοράς» (community guidelines) που εναρμονίζονται με τις αρχές του εταιρικού μοντέλου. Η συγγραφέας υπογραμμίζει ότι η καταπολέμηση της ρητορικής μίσους στην ψηφιακή σφαίρα αναδεικνύει τα όρια του νόμου στη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων και διαδράσεων. Ο νόμος, όσο απαραίτητος και αν είναι, δεν μπορεί να υποκαταστήσει, δια της καταστολής, ούτε τις πολιτικές συμπερίληψης, ούτε την ευθύνη της Πολιτείας για τη δημιουργία ελεύθερων ανθρώπων που δεν θα «ανέχονται» απλώς την ετερότητα, αλλά θα αναγνωρίζουν σε αυτήν ένα αποτύπωμα μοναδικότητας στην κοινωνική συνύπαρξη.