Η μετατροπή μιας προεχόντως πολιτικής εκλογικής διαδικασίας σε αμιγώς διοικητική καταλήγει να υποβαθμίζει την πολιτική παράμετρο και, τελικά, να αλλοιώνει το δημοκρατικό στοιχείο που ενυπάρχει σε κάθε εκλογή. Η αποπολιτικοποίηση που επιφέρει αυτή η μετατροπή δεν φαίνεται να ωφελεί την αρχή της νομιμότητας ούτε συμβάλλει στη νομιμοποίηση της διαδικασίας. Αντίθετα, εξαρτά την έκφραση της πολιτικής βούλησης από αλλότρια κριτήρια, τα οποία προσιδιάζουν στην έκδοση μιας «κλασικής» ατομικής διοικητικής πράξης που απλώς εφαρμόζει τον νόμο. Η παραπάνω τάση, η οποία ενισχύεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια, υποτίθεται ότι εξυπηρετεί, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, μια τεχνοκρατική αντίληψη που συνάδει με την αρχή της αποτελεσματικότητας, όπως κι αν νοείται η τελευταία. Αυτό που πετυχαίνει, όμως, είναι να διαστρεβλώνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάποιων συγκεκριμένων φορέων, τα οποία, μάλιστα, αποτυπώνονται σε συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Στο πνεύμα αυτό, το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων, το οποίο προϋποθέτει την ανάδειξη των οργάνων διοίκησής τους από την ίδια την πανεπιστημιακή κοινότητα επί τη βάσει πολιτικών εκτιμήσεων και σταθμίσεων, μετατρέπεται σε ένα αποκλειστικά διαδικαστικό πλαίσιο που προσιδιάζει περισσότερο σε έναν παραδοσιακό διοικητικό φορέα παρά σε ένα σωματειακό ΝΠΔΔ που κατοχυρώνεται θεσμικά και οργανωτικά στον θεμελιώδη νόμο του Κράτους ως τέτοιο.

Ο Ι. Μαθιουδάκης σχολιάζει κριτικά την πρόσφατη απόφαση 986/2025 του Γ΄  Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ακυρώθηκε η εκλογή του Πρύτανη του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης λόγω της δήλωσης που έκανε στο πλαίσιο της προεκλογικής περιόδου ότι, σε περίπτωση εκλογής του, θα διαμοιραστεί τη θητεία του με τον υποψήφιό του. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο εστίασε στα ιδρυματικά χαρακτηριστικά του Πανεπιστημίου και της διαδικασίας εκλογής Πρύτανη, ενώ, τελικά, αντιμετώπισε την προεκλογική δήλωση του υποψηφίου σαν να επρόκειτο για θέση παράνομης προθεσμίας σε αίτηση προς τη Διοίκηση. Σημειώνει δε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας φαίνεται να αναγνωρίζει μια εκδοχή πλάνης των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης, που εξέλεξαν τον Πρύτανη, και να συνάγει ένα τεκμήριο επηρεασμού τους από τις προεκλογικές του δηλώσεις.

Τα τελευταία χρόνια, η διαχείριση της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης έχει αναδειχθεί σε πεδίο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εντάσσεται στην κεντρική ρητορική των κρατών-μελών και συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, με την άνοδο ξενοφοβικών και ακροδεξιών πολιτικών μορφωμάτων. Η παραπάνω κρίση δεν οφείλεται τόσο στην υποτιθέμενη αύξηση των μεταναστευτικών ροών της όσο στα θεσμικά ελλείμματα του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου (ΚΕΣΑ). Η απουσία ουσιαστικής εναρμόνισης μεταξύ των εθνικών διαδικασιών ασύλου, η διαφοροποίηση στα πρότυπα αναγνώρισης διεθνούς προστασίας και η έλλειψη ενός δεσμευτικού μηχανισμού επιμερισμού των ευθυνών καταδεικνύουν την αδυναμία του ΚΕΣΑ να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στην θεμελιώδη αρχή της αλληλεγγύης –στην οποία αναφέρεται ο κεντρικός σχεδιασμός της ενωσιακής πολιτικής για το άσυλο και τη μετανάστευση– και στις εγγυητικές λειτουργίες του διεθνούς προσφυγικού δικαίου. Αυτή η αδυναμία υπονομεύει τις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου και της διεθνούς προστασίας, όπως αυτές κατοχυρώνονται στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης και στις διεθνείς συμβάσεις (βλ. και τα Editorials της 5.4.2024, της 4.10.2024 και της 6.6.2025).

Το φαινόμενο των επί τόπου (sur place) προσφύγων συνιστά μια ιδιάζουσα και δυναμικά εξελισσόμενη κατηγορία προσφύγων, η οποία διευρύνει σημαντικά τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας. Οι πρόσφυγες sur place είναι τα πρόσωπα που, αν και κατά τον χρόνο αναχώρησής τους από τη χώρα καταγωγής τους δεν πληρούσαν τα απαραίτητα κριτήρια για την χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος, απέκτησαν εκ των υστέρων φόβο δίωξης λόγω δημιουργίας νέων συνθηκών. Ειδικότερα, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 5 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και στο άρθρο 4 του Ν. 4939/2022 που την ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο, ο κρίσιμος φόβος δίωξης μπορεί να δημιουργηθεί μετά την αναχώρηση από τη χώρα καταγωγής, είτε λόγω αλλαγής των συνθηκών στην χώρα καταγωγής είτε λόγω ενεργειών και συμπεριφορών του αιτούντος κατά την παραμονή του στην χώρα υποδοχής. Συναφώς, τα κρίσιμα ερμηνευτικά ζητήματα είναι ο εντοπισμός της χρονικής στιγμής πλήρωσης των προϋποθέσεων για τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα και η αξιολόγηση της γνησιότητας των μεταγενέστερων περιστάσεων.

H Μαρία Σταυροπούλου και η Κρυσταλένια-Σωτηρία Πούλου πραγματεύονται το φαινόμενο των προσφύγων sur place, αναδεικνύοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εθνικές αρχές αλλά και οι ίδιοι οι αιτούντες, όταν ο φόβος δίωξης ανακύπτει σε χρόνο μεταγενέστερο –και πιθανότατα για λόγους διαφορετικούς– από την εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής. Σχολιάζοντας επιλεγμένες αποφάσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), οι συγγραφείς επισημαίνουν τα κρίσιμα εκείνα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων ασύλου, επιβεβαιώνοντας ότι η έννοια του πρόσφυγα είναι δυναμική και όχι στατική, το δε περιεχόμενό της μπορεί να εξελίσσεται και να μεταβάλλεται ακόμα και χρόνια μετά την εγκατάλειψη του τόπου καταγωγής. Σε τελική ανάλυση, το φαινόμενο των προσφύγων sur place καθιστά φανερό ότι, στο δίκαιο του ασύλου, αποτελεί διαρκή πρόκληση η διαφύλαξη της λεπτής ισορροπίας μεταξύ της ουσιαστικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αποτελεσματικής αντιμετώπισης καταχρηστικών αιτημάτων, με απώτερο στόχο την ενδυνάμωση της ανθρωποκεντρικής φυσιογνωμίας του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου.

Μετάβαση στο περιεχόμενο