Με την ευκαιρία της αυριανής συζήτησης, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, των υποθέσεων ως προς τη συνταγματικότητα του Ν. 5094/2024 που επέτρεψε τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στη Χώρα μας, αξίζει να τονιστεί ότι η γραμματική ερμηνεία δεν αποκλείει άλλες μεθόδους ερμηνείας των κανόνων δικαίου. Αποτελεί, όμως, όριο οποιασδήποτε ερμηνείας, είτε αυτή αφορά το Σύνταγμα είτε τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Είναι στοιχειώδες. Γίνεται, άλλωστε, δεκτό μέχρι και από το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), μολονότι η νομολογία του δεν διακρίνεται για τον αυτοπεριορισμό της ως προς την προώθηση αναθεωρητικών ερμηνειών των εθνικών -ακόμη και των συνταγματικών- διατάξεων εκ μέρους των εθνικών αρχών. Πιο συγκεκριμένα, «όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει σε όλες τις αρχές των κρατών μελών να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, στα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύουν, στο μέτρο του δυνατού, το εσωτερικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης. Η ως άνω αρχή απαιτεί να λαμβάνεται υπόψη η εθνική έννομη τάξη στο σύνολό της και να εφαρμόζονται οι αναγνωρισμένες από το εσωτερικό δίκαιο ερμηνευτικές μέθοδοι, ώστε να κατοχυρώνεται η πλήρης αποτελεσματικότητα της επίμαχης ενωσιακής πράξεως στη δεδομένη περίπτωση και να δίδεται εν τέλει μια λύση σύμφωνη με τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει η πράξη αυτή […] Εντούτοις, η εν λόγω αρχή υπόκειται σε ορισμένα όρια. Ειδικότερα, δεν είναι δυνατόν να χρησιμεύσει ως βάση για μια contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου […]» (βλ. ΔΕΕ, 1.8.2022, C-14/21 και C-15/21, Sea Watch, σκέψεις 83 και 84). Συναφώς, ο Γενικός Εισαγγελέας Υ. Βot έχει επισημάνει ότι «contra legem είναι η ερμηνεία η οποία αντιβαίνει στο ίδιο το γράμμα της οικείας εθνικής διάταξης. Με άλλα λόγια, το εθνικό δικαστήριο βρίσκεται αντιμέτωπο με το εμπόδιο της contra legem ερμηνείας όταν το γράμμα, σαφές και μονοσήμαντο, της εθνικής διάταξης δεν συμβιβάζεται κατά τα φαινόμενα με το γράμμα της οδηγίας. Έτσι, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, στην περίπτωση αυτή, η contra legem ερμηνεία συνιστά ένα όριο στην υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας, διότι δεν είναι δυνατό να απαιτείται από τον εθνικό δικαστή να επεκτείνει την ερμηνευτική του αρμοδιότητα τόσο ώστε να υποκαθιστά την κανονιστική εξουσία» (βλ. τις από 25.11.2015 προτάσεις στην υπόθεση C-441/14, DI, σημείο 68).

Στην ιδιωτική μεσαιωνική κοινωνία, παρά τη συνεχή αναζήτηση μιας τάξης, επικρατούσε μια «φεουδαρχική αναρχία», η οποία οδηγούσε τελικά στη ρευστοποίηση του δικαίου.  Ο φερόμενος ως αιώνιος και αμετάβλητος χαρακτήρας του δικαίου δεν του εξασφάλιζε απόλυτη δεσμευτική δύναμη, αφού ο καθένας μπορούσε να το επικαλείται κατά το δοκούν και σύμφωνα με τις ανάγκες του. Η νεωτερικότητα θέλησε να βάλει τέλος σε αυτή την αναρχία και να εγγυηθεί την ασφάλεια δικαίου και τη θεσμική κανονικότητα. Ωστόσο, στις μέρες μας, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του σύγχρονου πολυεπίπεδου συνταγματισμού, έχει σημειωθεί μια στροφή προς μια αντίληψη του δικαίου που μοιάζει με αυτή της ιδιωτικής μεσαιωνικής κοινωνίας. Σε μεγάλο βαθμό, θεωρία και νομολογία έχουν εγκαταλείψει την προσήλωση στον νόμο, η οποία υπήρξε το βασικό εργαλείο για την υπέρβαση της προνεωτερικής νομικής πραγματικότητας. Η γραμματική και η πρωτοτυπική (originalist) ερμηνεία, που εγγυώνται τη λαϊκή κυριαρχία, τον πολιτικό φιλελευθερισμό και την ασφάλεια δικαίου, έχουν υποτιμηθεί. Μια σειρά από άλλες θεωρίες, μεθόδους και τεχνικές δυναμικής συνταγματικής ερμηνείας έχουν προωθηθεί για να εξυπηρετήσουν την προνεωτερική άποψη ότι το δίκαιο δεν είναι αυτόνομο προϊόν της πολιτικής κοινωνίας αλλά προκύπτει από ορισμένες αλήθειες που η επικρατούσα ιδεολογία μπορεί να επιβάλλει ως δήθεν φυσικές και αμετάβλητες. Ο ερμηνευτικός σχετικισμός που αναπτύσσεται, έτσι ώστε κάθε αυθαίρετη απόφαση της κυρίαρχης πολιτικής ή οικονομικής εξουσίας να μπορεί να νομιμοποιηθεί με βάση τέτοιες αλήθειες, έχει θέσει το δίκαιο σε καθεστώς διαρκούς διαπραγμάτευσης και προκαλεί αυξημένη ανασφάλεια, διότι έχει εδραιώσει την πεποίθηση ότι κάθε συνταγματική ερμηνεία είναι υποστηρίξιμη. Καθένας ερμηνεύει το δίκαιο κατά το δοκούν και σύμφωνα με τις ανάγκες του, με αποτέλεσμα, στον σύγχρονο συνταγματισμό, να διαμορφώνεται μια «νεοφεουδαρχική αναρχία». Δεν πρέπει, λοιπόν, να εκπλήσσει το γεγονός ότι οι σελίδες των εφημερίδων γεμίζουν συχνά από κάθε λογής «δυναμικές», «επαυξημένες» ή «σύμφωνες» ερμηνείες που παρακάμπτουν επιλεκτικά το γράμμα των ισχυουσών διατάξεων και -άλλοτε σε συνέργεια άλλοτε σε αντιπαράθεση- φτάνουν, κατά περίπτωση, να ανάγουν τα «σημεία των καιρών» σε πηγή του δικαίου ή/και να μεταμφιέζουν το «απαγορεύεται» σε «επιτρέπεται».

Στη Χώρα μας, είτε πρόκειται για το άρθρο 16 του Συντάγματος, είτε για το άρθρο 86 ή τις συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν κοινωνικά δικαιώματα, οι παραπάνω ευρηματικές ερμηνείες νομιμοποιούν την υποχώρηση όλων αυτών των διατάξεων μπροστά στη φερόμενη απόλυτη υπεροχή κανόνων, αρχών και αποφάσεων υπερεθνικών δικαστηρίων οι πηγές της δεσμευτικότητας των οποίων βρίσκονται πέραν του ισχύοντος Συντάγματος. Εντούτοις, μια τέτοια υπεροχή δεν στηρίζεται σε δημοκρατικές πολιτικές αποφάσεις, καθώς δεν έγινε ποτέ δεκτή ρητά και ανεπιφύλακτα ούτε από τον συντακτικό ούτε από τον αναθεωρητικό νομοθέτη, εφόσον ακόμη και η συμμετοχή στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, σύμφωνα με την ερμηνευτική δήλωση κάτω από το άρθρο 28 του Συντάγματος, τελεί υπό τους αυστηρούς αντιπεριορισμούς (controlimiti) που προβλέπει αυτό το ίδιο άρθρο. Ρευστοποιώντας έτσι τόσο την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών και ευρωπαϊκών οργάνων όσο και το διακριτό καθεστώς μεταξύ ποινικών και μη ποινικών συνταγματικών διατάξεων, μεταξύ οικονομικής ελευθερίας και ακαδημαϊκής οργάνωσης των πανεπιστημίων ή μεταξύ θεμελιωδών δικαιωμάτων και θεμελιωδών υποχρεώσεων, οι ίδιες ευρηματικές ερμηνείες λειτουργούν ως μηχανισμοί που εξωραΐζουν την προϊούσα υποκατάσταση της ισχύος του δικαίου από το δίκαιο της ισχύος.

Συμβάλλοντας στον διάλογο γύρω από το ακαταδίωκτο των βουλευτών και την απόδοση ποινικής ευθύνης στα μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς (βλ. και το Editorial της 20ής Μαρτίου 2025), η Δάφνη Ακουμιανάκη αναδεικνύει σύγχρονα ερμηνευτικά ζητήματα που έχουν ανακύψει ή δύνανται να ανακύψουν κατά την ενεργοποίηση των διατάξεων των άρθρων 62 και 86 του Συντάγματος. Αφού εξετάζει την ιστορική προέλευση και τον σκοπό καθενός από αυτά τα δύο άρθρα, τις αναθεωρήσεις τους, αλλά και τη συνδυαστική εφαρμογή τους, η συγγραφέας εστιάζει την προσοχή της, μεταξύ άλλων, στη συρροή βουλευτικής και υπουργικής ιδιότητας στο ίδιο πρόσωπο, στην παράλειψη της Βουλής να ασκήσει εντός τριμήνου τη δέσμια αρμοδιότητά της να χορηγήσει άδεια για άρση της ασυλίας βουλευτή και στην ασυμμετρία μεταξύ συνταγματικής και νομοθετικής ρύθμισης της αποσβεστικής προθεσμίας για την απόδοση ποινικής ευθύνης σε Υπουργούς και Υφυπουργούς. Η Ακουμιανάκη υπογραμμίζει ότι, στη διαχείριση αυτών των ζητημάτων, υφέρπει πάντα η στενή σχέση του δικαίου και της πολιτικής. Από τη μία πλευρά, αρθρώνεται η τελεολογία των νομικών θεσμών και, από την άλλη, η εφαρμογή τους με όρους πολιτικού επικαθορισμού, καθώς ένα όργανο με πολιτικό χαρακτήρα καλείται να ασκήσει αρμοδιότητα δικαστικής φύσης. Επιπλέον, η συγγραφέας τονίζει ότι η παραπάνω διαχείριση συνδέεται με το διαχρονικό πρόβλημα της υποβάθμισης των θεσμών και, συνακόλουθα, με την ανάγκη ουσιαστικής αναβάθμισης της Βουλής και ενίσχυσης της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας και των δυνατοτήτων αποτελεσματικότερου ελέγχου της εφαρμογής του Συντάγματος.

Η μελέτη της Μαρίνας Πλάκα-Καραπέτη προάγει την έρευνα πάνω σε δύο θέματα στα οποία η Νομαρχία έχει ήδη δώσει ιδιαίτερη έμφαση: στο δικαίωμα στη στέγαση (βλ. το Editorial της 1ης Νοεμβρίου 2025) και στην αναβάθμιση της κανονιστικής πυκνότητας και του δικαστικού ελέγχου των κοινωνικών δικαιωμάτων (βλ., αντί άλλων, το Editorial της 28ης Μαρτίου 2025). Αφού αναλύει τη νομική θεμελίωση και το περιεχόμενο του δικαιώματος στη στέγαση, η συγγραφέας αντικρούει τα επιχειρήματα υπέρ μιας διστακτικής δικαστικής προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, παραθέτοντας θεραπευτικά μέτρα προστασίας των δικαιωμάτων αυτών που προκύπτουν ιδίως από νομολογιακά παραδείγματα της Νότιας Αφρικής και της Κολομβίας. Η Πλάκα-Καραπέτη επισημαίνει ότι τα εν λόγω παραδείγματα αναδεικνύουν το πλήθος των οδών που έχουν διανοιχθεί από διαφορετικές έννομες τάξεις για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η έμφαση σε «ξένες» προς τις ελληνικές δικαστηριακές επιλογές επιδιώκει να καταδείξει ότι, αν απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις που δημιουργούν οι καθιερωμένες περί τα κοινωνικά δικαιώματα αντιλήψεις, η συζήτηση περί του τρόπου δικαστικής προστασίας αυτών των δικαιωμάτων μπορεί να εμπλουτιστεί από ήδη διαθέσιμα εργαλεία άλλων εννόμων τάξεων. Ειδικότερα δε ως προς το δικαίωμα στη στέγαση, δεν πρέπει να λησμονείται ότι αυτό αποτελεί «δικαίωμα στα δικαιώματα», αναγκαίο όρο για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και προϋπόθεση για τον σεβασμό της αξίας του κάθε ατόμου. Και αν η πολιτεία «ξεχνά» ενίοτε να συμμορφωθεί με τις συνταγματικές της υποχρεώσεις, η δικαστική εξουσία οφείλει, με θάρρος και αποφασιστικότητα, να της το «υπενθυμίζει».

Σας ευχόμαστε Καλό Πάσχα και θα επανέλθουμε με νέες δημοσιεύσεις μετά την Πρωτομαγιά.

Μετάβαση στο περιεχόμενο