Τις τελευταίες δεκαετίες, η διεθνοποίηση και ιδίως ο εξευρωπαϊσμός του εθνικού δικαίου έχουν ως αποτέλεσμα την εμπέδωση, στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενός νομικού πλουραλισμού που λειτουργεί κατά τρόπο διφορούμενο. Από τη μία, η πολυεπίπεδη δικτύωση της εθνικής με την ευρωπαϊκή και τη διεθνή έννομη τάξη έχει πολλές φορές οδηγήσει στην εμπέδωση και την περαιτέρω ενίσχυση ορισμένων -κυρίως φιλελεύθερων- δικαιοκρατικών εγγυήσεων. Από την άλλη, αυτή η δικτύωση εμφανίζεται «χωρίς κέντρο και κυρίαρχο», «απεντοπισμένη και αποτυποποιημένη». Καθώς οι εθνικοί δημόσιοι θεσμοί διαβρώνονται χωρίς να αντικαθίσταται από αξιόπιστους ευρωπαϊκούς ή διεθνείς δημόσιους θεσμούς, ο ευρωπαϊκός νομικός πλουραλισμός, ο οποίος στηρίζεται στον ασύμμετρα εξελισσόμενο διάλογο μεταξύ των δικαστών, ενώ αναζητεί διαρκώς την εναρμόνιση, δεν αποφεύγει την αταξία. Έτσι, επικρατεί μια διάχυτη αβεβαιότητα που, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σχετικοποιεί ή και υπονομεύει όποια θετικά βήματα γίνονται προς την κατεύθυνση της προστασίας του κράτους δικαίου.
Ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα αυτού του ανασφαλούς μετασχηματισμού των νομικών θεσμών αποτελεί η διαφοροποίηση της έκτασης και της έντασης που εμφανίζουν οι επιδράσεις του ενωσιακού δικαίου στο εθνικό δίκαιο ανάλογα με το εάν αυτές αφορούν ουσιαστικές ή δικονομικές ρυθμίσεις. Σε ό,τι αφορά τις ουσιαστικές ρυθμίσεις, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιουργώντας αυτόνομους θεσμούς, έχει φτάσει στο σημείο να υπερβαίνει με σχετική ευκολία τη διαφορετική μεταχείριση που επιφυλάσσουν οι εθνικές έννομες τάξεις σε κάθε θεσμό ανάλογα με την υπαγωγή του στο δημόσιο ή το ιδιωτικό δίκαιο. Πρόκειται για μια πτυχή του ευρύτερου φαινομένου της υβριδοποίησης δημόσιου και ιδιωτικού, το οποίο λειτουργεί τις περισσότερες φορές σε βάρος καθετί δημόσιου και μας έχει επανειλημμένα απασχολήσει (βλ. τα Editorials της 25.2.2024, της 28.3.2024, της 18.4.2024 και της 13.12.2024). Σε ό,τι αφορά, όμως, τις δικονομικές ρυθμίσεις, αν και πολύ σημαντική, η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο εθνικό δίκαιο δεν είναι εξίσου καταλυτική. Φαίνεται να προσκρούει στις ιδιαίτερες αρχές που πλαισιώνουν τις δικονομικές ρυθμίσεις αλλά και στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών, η οποία, παρά τους έντονους περιορισμούς που έχει υποστεί, εμφανίζει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, η οποία δεν διευκολύνει την επιτάχυνση της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων δικαιοδοτικών θεσμών. Στο μέτρο, πάντως, που η ουσιαστική και η δικονομική διάσταση των παρεμβάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις έννομες τάξεις των κρατών μελών αλληλοεπιδρούν, στην πράξη αυτές οι παρεμβάσεις δεν εξελίσσονται πάντοτε κατά τρόπο γραμμικό και ευχερώς προβλέψιμο, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζονται διαρκώς τα ερμηνευτικά ζητήματα. Ο ευρωπαϊκός νομικός πλουραλισμός ακολουθεί διαφορετικούς ουσιαστικούς και δικονομικούς ρυθμούς, οι οποίοι δύσκολα σταθεροποιούνται και ακόμη δυσκολότερα συντονίζονται.
Στην εμπεριστατωμένη μελέτη του, ο Τριαντάφυλλος Σταυρακίδης πραγματεύεται την εννοιολογική κατασκευή της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» στο ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η κατασκευή αυτή προάγει τη διεύρυνση του κύκλου των υπεύθυνων για αποζημίωση προσώπων τόσο στο πεδίο της δημόσιας όσο και επιγενέστερα σε εκείνο της ιδιωτικής επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού. Μέσα από την παραπάνω κατασκευή, καθίσταται εφικτή η καταλογιστική μετατόπιση της ευθύνης, είτε από θυγατρική προς μητρική εταιρεία είτε αντιστρόφως, αρκεί να συντρέχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις –άλλοτε η καθοριστική επιρροή και άλλοτε η λειτουργική σύνδεση με την παράβαση. Ο κοινός παρονομαστής είναι η λειτουργική προσέγγιση της «επιχείρησης» ως ενιαίας οικονομικής ενότητας, ανεξαρτήτως της νομικής της μορφής. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας, η αντίληψη περί «επιχείρησης» δεν εκτείνεται χωρίς όρια. Παρά την εμβέλειά της στο ουσιαστικό πεδίο, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έχει διευκρινίσει ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφερθούν άνευ ετέρου τα αποτελέσματά της και στο δικονομικό επίπεδο. Ειδικά σε ζητήματα όπως η επίδοση εισαγωγικών δικογράφων ή η θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας, η έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας υποχωρεί μπροστά στην ανάγκη διαφύλαξης της θεσμικής αυτοτέλειας των δικονομικών κανόνων και των θεμελιωδών αρχών που τους διέπουν: την προβλεψιμότητα, την εγγύτητα, την ασφάλεια δικαίου και, πρωτίστως, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με άλλα λόγια, ενώ η «επιχείρηση» λειτουργεί ως ουσιαστικό υποκείμενο ευθύνης, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τα επιμέρους νομικά πρόσωπα όταν πρόκειται για τη διεξαγωγή της δίκης. Το ΔΕΕ διακρίνει έτσι την έννοια της ευθύνης από την έννοια της δικονομικής ένταξης: το ενωσιακό δίκαιο προστατεύει τη λειτουργική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, χωρίς όμως να παραβλέπει την ανάγκη για τήρηση των δικονομικών εγγυήσεων. Σε τελική ανάλυση, η ενιαία οικονομική οντότητα παραμένει κρίσιμο εργαλείο για τη θεμελίωση ευθύνης, αλλά όχι για την επέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή την παράκαμψη των διαδικαστικών τύπων. Το ΔΕΕ θέτει τα όρια της: καίρια μεν για τον καταλογισμό της ευθύνης, ακατάλληλη όμως να ρυθμίσει τη διαδικασία εναγωγής των ενεχόμενων προς αποζημίωση νομικών προσώπων.