Όταν οι δεξιές πολιτικές ευημερούν, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους και της κοινωνίας απαξιώνουν την Αριστερά, κάνοντας λόγο για τους κινδύνους που ενέχει τάχα η δράση της για τους δημοκρατικούς θεσμούς ή για το δήθεν «τέλος της Ιστορίας» που καθιστά αναχρονιστική τη διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Όταν οι δεξιές πολιτικές οδηγούν σε βαθιές κρίσεις, οι ίδιοι μηχανισμοί αναγνωρίζουν την ύπαρξη και τον σημαίνοντα διακριτό ρόλο της Αριστεράς, υποδεικνύοντάς της όμως να συνετιστεί και να (συν)εργαστεί για την ανόρθωση των δημοκρατικών θεσμών. Στο πλαίσιο αυτής της όχι πάντοτε αρμονικής ταλάντωσης του ιδεολογικού εκκρεμούς μεταξύ αποκλεισμού και συμπερίληψης της Αριστεράς, οι παραπάνω μηχανισμοί εκμεταλλεύονται τόσο τις πολλαπλές αδυναμίες και τα λάθη των αριστερών πολιτικών δυνάμεων όσο και την προθυμία διαφόρων προσώπων που εμφανίζουν τη διάθεση και την ευελιξία να προωθούν με παρόμοια ευκολία και τις δύο αντίρροπες αποκλίσεις του εκκρεμούς.

Στο πλαίσιο αυτό, περνώντας από αγώνες και κατακτήσεις σε αποτυχίες και από νέους αγώνες και νέες κατακτήσεις σε νέες αποτυχίες, η Αριστερά απογοητεύεται συχνά και διασπάται εύκολα, φτάνοντας στο σημείο είτε να απωθεί την αυτοκριτική είτε να υιοθετεί ως τέτοια τη γνώμη και τις αξίες των πολιτικών της αντιπάλων, τις οποίες προπαγανδίζουν συνήθως με ζήλο κάποιοι συνετισμένοι ή επαγγελματίες αριστεροί που γοητεύονται, χωρίς όρους, από τη διαχείριση της εξουσίας. Ωστόσο, αναστοχαζόμενη πιο ψύχραιμα πάνω στη μοίρα της, η Αριστερά, ακολουθώντας την προτροπή που διατύπωσε ο A. Camus στον «Μύθο του Σίσυφου», πρέπει να φαντάζεται τον εαυτό της ευτυχισμένο, καίτοι καταδικασμένο, παρά τις ήττες και τις παλινδρομήσεις (ασκώντας ή μη κυβερνητικό έργο), να υπερασπίζεται διαρκώς τα δημοκρατικά και δικαιοκρατικά κεκτημένα και να προάγει την κοινωνική δικαιοσύνη. Ένας τέτοιος αναστοχασμός επιτρέπει στην Αριστερά, χωρίς να χάσει την ταυτότητά της, να ξαναβρίσκει κάθε φορά την αυτοεκτίμηση, το κουράγιο, την ενότητα και τον χαμένο βηματισμό της. Αυτό μπορεί να συμβεί, και στις μέρες μας, μεταξύ άλλων απέναντι στη νέα διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης που προτίθεται να δρομολογήσει η κυβερνητική πλειοψηφία.

Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η Αριστερά όχι μόνον δεν αδιαφορεί για τους δημοκρατικούς συνταγματικούς θεσμούς, αλλά παρεμβαίνει ενεργά στις διαδικασίες εκπόνησης και αναθεώρησής τους. Το 1975, τα κόμματα της Αριστεράς, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, εργάστηκαν, ενώπιον της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, για τη βελτίωση του κοινοβουλευτισμού και όχι για την ανατροπή του. Σημαντικές δε ήταν οι προτάσεις και η επιρροή της Αριστεράς στις τέσσερις αναθεωρήσεις του Συντάγματος, αν και, τις περισσότερες φορές, εγκλωβίστηκε στην πρακτική που, μέσα από την ασυμμετρία των πλειοψηφιών μεταξύ των δύο βουλών και την άρνηση αποδοχής της δέσμευσης της αναθεωρητικής βουλής από τις ουσιαστικές κατευθύνσεις της προτείνουσας βουλής, έχει μετατρέψει τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης σε απρόβλεπτο πολιτικό στοίχημα, καταστρατηγώντας το πνεύμα του άρθρου 110 του Συντάγματος. Στηρίζοντας, με τις ψήφους του, την κίνηση της αναθεωρητικής διαδικασίας το 1985, το Κ.Κ.Ε. έδωσε στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. την ευκαιρία να μπορεί να αναθεωρήσει το 1986 το Σύνταγμα με πλειοψηφία 151 βουλευτών. Το 2001 το Κ.Κ.Ε. και ο Συνασπισμός απείχαν από τη συζήτηση για την ψήφιση των νέων διατάξεων, αλλά το 1998 ο Συνασπισμός είχε υπερθεματίσει την αναγκαιότητα νέας αναθεώρησης, την οποία κατεύθυναν συναινετικά η Ν.Δ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Το 2008, η Αριστερά συνέβαλε στη δυναμική ενός πανεκπαιδευτικού κινήματος ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16, οδηγώντας το ΠΑ.ΣΟ.Κ. σε αποχώρηση από τις εργασίες της αναθεώρησης. Το 2019, ήταν ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που πήρε την αναθεωρητική πρωτοβουλία. Δεν κατόρθωσε, όμως, να αφήσει ένα ισχυρό αποτύπωμα ούτε ως προς τη διαδικασία ούτε ως προς το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Έτσι, το αναθεωρητικό εγχείρημα της «κυβερνώσας Αριστεράς» περιορίστηκε περισσότερο να προσφέρει στην επόμενη κυβερνητική πλειοψηφία τη δυνατότητα να προχωρήσει στις αλλαγές που αυτή επιθυμούσε.

Μάλλον ορισμένοι πολιτικοί αντίπαλοι της Αριστεράς, οι οποίοι συμπεριφέρονται ως ιδιοκτήτες των συνταγματικών θεσμών, είναι αυτοί που αδιαφορούν για τους εν λόγω θεσμούς και απαξιώνουν την προβλεπόμενη διαδικασία αναθεώρησής τους, άλλοτε καθιστώντας τη Χώρα υπόλογη σε ευρωπαϊκά και διεθνή fora για συστηματική παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου, άλλοτε παραλείποντας να δρομολογήσουν την ψήφιση των εκτελεστικών νόμων από τους οποίους εξαρτάται η υλοποίηση αναθεωρημένων συνταγματικών διατάξεων, άλλοτε προωθώντας αναθεωρητικές δυναμικές ερμηνείες που παραβιάζουν κατάφορα το γράμμα του Συντάγματος. Η Αριστερά καλείται να αναδεικνύει τις ευθύνες και την αναξιοπιστία αυτών των πολιτικών παραγόντων και να αντιμετωπίζει με καχυποψία τις αναθεωρητικές τους προτάσεις. Άλλωστε, εδώ και χρόνια, οι τελευταίες στοχεύουν, κατά κανόνα, όχι στην ειλικρινή ενίσχυση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, αλλά στην πραγματική και συμβολική ανατροπή των κοινωνικών, πολιτικών και θεσμικών κατακτήσεων και συμβιβασμών της Μεταπολίτευσης, μέσω της αποτύπωσης στο Σύνταγμα ακραίων απορρυθμιστικών επιλογών.

Την ίδια στιγμή, η Αριστερά οφείλει να προωθεί, με συνέπεια και συστηματικότητα, μια διακριτή, συγκροτημένη και τεκμηριωμένη συνταγματική πολιτική. Αφενός, η Αριστερά δεν μπορεί να εμφανίζεται ως μια συμπληρωματική δύναμη που αντιγράφει ή ακολουθεί τα θεσμικά σχέδια άλλων παρατάξεων, ούτε να δέχεται να της ζητούν τη συναίνεσή της σε επιμέρους ζητήματα και να την αγνοούν σε άλλα πιο θεμελιώδη. Αφετέρου, καθώς, στις μέρες μας, τόσο διεθνώς όσο και στη Χώρα μας, εμπεδώνεται ηγεμονικά η συνέργεια αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιού λαϊκισμού, η Αριστερά δεν αρκεί απλώς να συμβάλλει, μαζί με παραδοσιακά φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις, στη διάσωση της κλονισμένης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, στην υπεράσπιση του διαδικαστικού κράτους δικαίου και στην ανασυγκρότηση της έννοιας του πολίτη. Έχει επιπλέον χρέος να προτείνει και να διαπραγματεύεται αποφασιστικά, με εμπεριστατωμένες και πειστικές αναλύσεις, τρόπους αποτελεσματικού περιορισμού της ιδιωτικής εξουσίας και ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους δικαίου, συνεχίζοντας το νήμα που ένωνε τον Α. Σβώλο και τον Α. Μάνεση όταν υπογράμμιζαν τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την κοινωνική δημοκρατία. Όσο οι ιδέες και η δράση της Αριστεράς χάνουν τον κοινωνικό τους προσανατολισμό τόσο η κοινωνία θα την περιθωριοποιεί.

Στην εισήγησή του στην ενότητα με τίτλο «Τι μπορεί να αλλάξει στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση;» της αφιερωμένης στη δικαιοσύνη ημερίδας που διοργάνωσε, στην Αθήνα, στις 6 Φεβρουαρίου 2025, το Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα, για την Ειρήνη, τη Δικαιοσύνη και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος επισημαίνει ότι, στη σημερινή συγκυρία της πλήρους κοινοβουλευτικής επικράτησης, της αλαζονείας και του κυνισμού της Δεξιάς, χωρίς τη ζωογόνο πνοή της Αριστεράς, η συζήτηση για την επικείμενη αναθεώρηση θα εξελιχθεί σε μια ακόμη βαρετή ανταλλαγή μονολόγων, που θα βαρύνει ακόμη περισσότερο το μουντό κλίμα της εποχής. Η Αριστερά στο πεδίο του Συντάγματος και των θεσμών, πρέπει να επιδιώξει έναν κεντρικό στόχο, που μακροπρόθεσμα θα την ωφελήσει: να αναβαθμίσει την πολιτική και να συμβάλει στην αναζωογόνησή της με καλά μελετημένες προτάσεις που θα καταστήσουν την πολιτική της πιο αξιόπιστη και την πολιτική αντιπαράθεση πιο ενδιαφέρουσα και πιο ελκυστική. Διαπιστώνοντας ότι στο κράτος δικαίου, έτσι όπως λειτουργεί στη Χώρα μας, υπάρχουν σοβαρά κενά, ο συγγραφέας προτείνει μια σειρά από μέτρα για το άνοιγμα της δικαιοσύνης προς τον έξω κόσμο και την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της, τα οποία θα δείχνουν ότι το πολιτικό σύστημα εμπιστεύεται τους δικαστές. Περαιτέρω, προτείνει μέτρα που, κατά τη γνώμη του, μπορούν να κάνουν πιο ελκυστική την πολιτική, όπως την πολλαπλή ψήφο, την αναβάθμιση της θέσης του Προέδρου της Δημοκρατίας, την ενίσχυση της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας και την αντιστροφή του κανόνα για τη δημοσιότητα των συνεδριάσεων των Επιτροπών της Βουλής.

Η Ιφιγένεια Καμτσίδου τάσσεται υπέρ της επαναφοράς της πρότασης αναθεώρησης ο νομοθέτης να εξουσιοδοτείται ρητά να παρέχει το δικαίωμα συμμετοχής στις αυτοδιοικητικές εκλογές σε όσους αλλοδαπούς είναι μόνιμα και νόμιμα εγκατεστημένοι στη Χώρα. Η συγγραφέας υπογραμμίζει ότι, σήμερα, η επαναφορά της πρότασης αυτής προβάλλει όχι απλώς ως μια προσπάθεια κατοχύρωσης δικαιωμάτων των μεταναστών, αλλά και ως απόπειρα ανανέωσης του περιεχομένου της λαϊκής κυριαρχίας. Μετά τον χαρακτηρισμό της σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας ως αντισυνταγματικής, μια τέτοια μεταρρύθμιση, σε συνταγματικό πλέον επίπεδο, μπορεί να αποτελέσει την ευκαιρία για τον «επανεντοπισμό» του πολιτικού, με την έννοια ότι διευκολύνει σημαντικά την επανασύνδεση των παραμέτρων της πολιτικής αντιπαράθεσης με τις επικράτειες όπου εφαρμόζονται οι αποφάσεις και ασκείται η εξουσία. Η Καμτσίδου αναγνωρίζει ότι η υποδοχή μιας τέτοιας πρότασης δεν αναμένεται ένθερμη και, ευρύτερα, ότι ο κατακερματισμός των κομμάτων της αντιπολίτευσης και η αδυναμία τους να επικοινωνήσουν με τα κοινωνικά κινήματα ή να εκφράσουν αιτήματα που διατυπώνονται με πιο αυθόρμητο τρόπο, γεννούν έντονο σκεπτικισμό για την ικανότητά τους να δώσουν απαντήσεις στο νεοφιλελεύθερο θεσμικό σχεδιασμό της κυβερνητικής πλειοψηφίας, συγκροτώντας προτάσεις που θα ενισχύσουν την επιτελεστικότητα των δημοκρατικών και δικαιοκρατικών προταγμάτων. Ωστόσο, η συγγραφέας πιστεύει ότι δεν είναι ανώφελο να καταβληθεί προσπάθεια ώστε η αναθεωρητική διαδικασία να προσλάβει απτό κανονιστικό νόημα και να αναπτύξει δημοκρατική λειτουργία, καθώς το αίτημα για αυτοκυβέρνηση του λαού και για σεβασμό των ελευθεριών και δικαιωμάτων του παραμένει ενεργό.

Μετάβαση στο περιεχόμενο